Πτωχευτικό δίκαιο ή δίκαιο αφερεγγυότητας;

Σπυρίδωνος Δ. Ψυχομάνη
Καθηγητή Νομικής ΑΠΘ

Ο δεύτερος όρος, δίκαιο αφερεγγυότητας, προτιμάται αναφανδόν από τους σύγχρονους θεράποντες της επιστήμης του εμπορικού δικαίου στη θέση του πρώτου. Και το συνέδριό μας –23o Πανελλήνιο Συνέδριο Εμπορικού Δικαίου τουΣσυνδέσμου Ελλήνων Εμπορικολόγων στην Αλεξανδρούπολη, 1-3 Νοεμβρίου 2013, είχε πανηγυρικά ως θέμα την αντιμετώπιση της ….αφερεγγυότητας. Είναι, όμως, ο όρος σωστός; Σημαίνει, πράγματι, αυτό που κλήθηκε να σημάνει; Ταυτίζεται, άραγε, με την έννοια του όρου «πτώχευση»; Αξίζει μήπως να παραμερίσει τον τελευταίο; Από πού, πώς και γιατί μας προέκυψε; Έχει, εν τέλει, σημασία για την επιστήμη του δικαίου η εμμονή στην ορθή χρήση των εννοιών;
Ο γράφων, έχων πλήρη επίγνωση των περί την γλώσσα αδυναμιών του και χωρίς να είναι ή να επιδιώκει να γίνει γλωσσαμύντωρ, είναι απόλυτα παρά ταύτα πεπεισμένος για τούτο. ΄Οτι η γλώσσα είναι λόγος και ο λόγος είναι λογική. Και η λογική είναι η βάση και η δύναμη της επιστήμης και ιδίωμα της ψυχής. Με τη γλώσσα, άρα, κοινωνείς λογικά τη γνώση προάγοντας την ανθρώπινη φύση. Φαίνεται λοιπόν αληθές το από αρχαιοτάτων χρόνων διαπιστωθέν επιστημονικό θεμέλιο, ότι «αρχή σοφίας (ή παιδεύσεως) των ονομάτων επίσκεψις» (Αντισθένης, περί τα 445-360 π.Χ.) [1]. Με άλλα λόγια, ο θέλων σοφός γενέσθαι οφείλει να εκκινήσει από τη μελέτη των λέξεων. Γιατί ο επιστημονικός λόγος πρέπει να είναι σημαίνων και γι’ αυτό σωστός, περιεκτικός, απόλυτα ακριβής. Δεν νοείται επιστήμη –άρα σοφία– χωρίς ακρίβεια, χωρίς ευστοχία του λόγου. Η βιβλική ιστορία του πύργου της Βαβέλ συνιστά ένα πρώιμο πανανθρώπινο παράδειγμα. Μιαν απεικόνιση της ανθρώπινης «ύβρεως», που οδήγησε στη «νέμεση» (δικαία αγανάκτηση και ανταπόδοση) και στην «τίση» (τη θεϊκή τιμωρία), μέσω της «άτης», της σύγχυσης δηλαδή των γλωσσών, άρα και του νου, ώστε να εγκαταλειφθεί και να ματαιωθεί οριστικά το μεγαλεπήβολο επιστημονικό έργο και να διδαχθούν οι ανθρώπινες γενεές την αξία της ταπεινοφροσύνης και του υπέροχου, του ανεκτίμητου δώρου του λόγου.
«Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική, το σπίτι φτωχικό…Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου…», γράφει εμφατικά ο Οδυσσέας Ελύτης (στίχοι από το Άξιον Εστί). Για να πει με τόνο λυρικό και μεστό το πασίδηλο. Ότι, σε αντίθεση με τον φτωχικό τόπο, η γλώσσα των Ελλήνων είναι πλούσια. Ότι αυτόν τον πλούτο μάς τον «έδωσαν» οι πρόγονοι και σ’ αυτούς Εκείνος, στον οποίο απευθύνονται «των σπίνων» πρωινές «ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι». Ότι μας την «έδωσαν» τη γλώσσα μας για να αισθανόμαστε και να περιγράφουμε σωστά, γλαφυρά, με «ανεμόδαρτα ρήματα», την ομορφιά της φύσης, μα και την πάλη μαζί της, ν’ αναγνωρίζουμε και ν’ αποφεύγουμε τον γητευτικό «των Σειρήνων» μουσικό λόγο, να εκφράζουμε το θαυμασμό, τη χαρά, το φόβο και τον πόνο μας («μαύρα ρίγη»), να υμνούμε το δότη δημιουργό και την ελευθερία («με τα πρώτα λόγια του Ύμνου»), τη ζωή και τον αγώνα, αφορίζοντας τον θάνατο με τη βεβαιότητα της ανάστασης. Ότι «μονάχη» αυτή είναι –και πρέπει να είναι– «η έγνοια μου». Τιμή και σεβασμός στο θείο δώρο.
Την «έγνοια» ακριβώς αυτή φαίνεται να απωθούμε απερίσκεπτα οι νεότεροι. Τα σύγχρονα νομοθετήματα βρίθουν από βαρβαρικά λεκτικά σκευάσματα, από νεολογικούς πιθηκισμούς και σολοικισμούς, που με τη σειρά τους μιαίνουν τους ελληνικούς ναούς της γνώσης και της δικαιοσύνης, εξυφαίνοντας αληθή αντιεπιστημονική βαβυλώνια σύγχυση. Αβάσταχτη, όμως, είναι και η ελαφρότητα της παραφθοράς των πασίδηλης και κοινωνικά κρίσιμης σημασίας όρων από κάποια «αμενηνά» –ίσως, διεστραμμένα– «κάρηνα». Όπως συνέβη με τη λέξη «γάμος» στις διατάξεις του ΑΚ. Κάποιοι απέδωσαν αυθαίρετα στη λέξη γάμος, όχι την έννοια που μονοσήμαντα της ανήκει, αλλά δισημία και τρισημία –γιατί όχι και πολυσημία;- βιάζοντας συλλήβδην και γλώσσα και ιστορία και φύση και νόμο και δίκαιο και δεοντολογία.
Ας έλθουμε όμως και στο προκείμενο. Ο όρος «αφερεγγυότητα» υποδηλώνει κρίση περί της συμπεριφοράς κάποιου, του αφερέγγυου, άλλως αναξιόχρεου, ότι δεν συνηθίζει να τιμά τις υποσχέσεις του. Συνεπεία δε τούτου ουδείς εμπιστεύεται στις συναλλαγές το συγκεκριμένο πρόσωπο για να συμβληθεί μαζί του. Αφερέγγυος είναι, πράγματι, εκείνος, που δεν «φέρει», δεν παρέχει «εγγύη», δηλαδή ασφάλεια στις σχέσεις του με άλλους ότι θα εκπληρώσει τις υποχρεώσεις, που τυχόν θα αναλάβει, δηλαδή ο αναξιόπιστος. Για το λόγο αυτόν η περί αφερεγγυότητας κρίση είναι αποτρεπτική της σκοπούμενης συναλλαγής. Από την τουρκική μ’ας έμεινε αμανάτι και η λέξη «μπαταχτσής», που σημαίνει επίσης τον αφερέγγυο. Χωρίς κανόνες, θα μπορούσαμε ίσως να μιλάμε και για «δίκαιο των μπαταχτσήδων» (Batakçi Hukuk). Στο πτωχευτικό, όμως, δίκαιο δεν ενδιαφέρει ούτε η υποκειμενική περί αναξιόχρεου κρίση, ούτε η πιστοληπτική ανικανότητα του αναξιόχρεου. Δεν ενδιαφέρεται καν το δίκαιο να αποκαταστήσει τη φήμη του αφερέγγυου, ούτε να πείσει τους πιστωτές να τον εμπιστευθούν και πάλι. Το πτωχευτικό δίκαιο αντιμετωπίζει απλά και μόνο την κατάσταση της αδυναμίας πληρωμών ενός προσώπου, αποβλέποντας στην ικανοποίηση των ήδη υπαρχόντων πιστωτών του και στη διάσωση, ενδεχομένως, της επιχείρησής του. Οι όροι, επομένως, «αφερέγγυος» και «αφερεγγυότητα» δεν αποδίδουν ορθά τη ρυθμιζόμενη από το δίκαιο κατάσταση και δεν υποδηλώνουν καν τους στόχους του.
Η αστοχία του όρου συνοδεύεται πάντως και από την οικεία στον νεοέλληνα φαιδρότητα του εκφυλισμένου μιμητισμού ή κακώς νοούμενου εκσυγχρονισμού. Τα δίκαια άλλων ευρωπαϊκών χωρών και το δίκαιο της ΕΕ, σε μια προσπάθεια δημιουργίας ενός πλέον σαφούς όρου για το πτωχευτικό δίκαιο, άφησαν κατά μέρος τους παλαιούς όρους, όπως το Bankerott, Bankruptcy (=θραύση τραπέζης), το fallimento (=δόλια αποφυγή πληρωμής) και το Konkurs (=συνδρομή ή συρροή πιστωτών) και αναζητώντας –μη διαθέτοντας κατάλληλη λέξη– κάτι σημασιολογικά εγγύτερο, εισήγαγαν έναν νέον όρο, το Insolvenz (Insolvency) (από το in + solvo, solvere, στα λατινικά), που όμως σημαίνει τη μη εκπλήρωση (υποχρεώσεων). Ασυναίσθητα, ίσως, αλλά πάντως ακατανόητα γίνεται λόγος για «διαδικασία μη εκπλήρωσης» (Insolvenzverfahren), η οποία, όμως, προϋποθέτει «αδυναμία πληρωμής χρεών» (Zahlungsunfaehigkeit) (έτσι, §§ 1 και 17 Insolvenzordnung =Γερμανικός Πτωχευτικός Κώδικας). Ο ίδιος όρος έχει αποδοθεί προχείρως στα ελληνικά ως σημαίνων την αφερεγγυότητα. Επειδή δε έτσι –λανθασμένα– χρησιμοποιήθηκε ο όρος και στο κείμενο του Κανονισμού ΕΚ 1346/2000 «περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας», τείνει πλέον να επικρατήσει στη νομική μας ορολογία παραμερίζοντας τον ορθό όρο «πτώχευση», του οποίου την αληθή έννοια έχουμε μάλλον ξεχάσει, ενώ θα έπρεπε να την προτάξουμε –και δεν θα ήταν τούτο ασύνηθες- ως λύση στις αναζητήσεις του ορθού όρου από τους δυτικούς νομοθέτες.
Ας μου επιτραπεί, λοιπόν, η υπενθύμιση ότι οι λέξεις πτωχός και πτώχευση προέρχονται από το ρήμα πτώσσω, που σημαίνει συστέλλομαι από φόβο, βρίσκομαι σε αδυναμία (και δη οικονομική τοιαύτη). Γι’ αυτό και ο Οδυσσέας περιγράφεται από τον Όμηρο στην Οδύσσεια ότι εμφανίσθηκε «εναλίγκιος λευγαλέω πτωχώ» και ότι «πτώσσων κατά δήμον» και «πτωχεύων» επορεύετο «σκηπτόμενος» προς το ανάκτορό του, για να μην αναγνωρισθεί. Αυτός δηλαδή ο ευρύστερνος και μυώδης άνδρας πορεύεται συνεσταλμένος, μαζεμένος, με κυρτούς ώμους και χαμηλωμένο κεφάλι, ως επαίτης, ως άνθρωπος αδύναμος και ευάλωτος, ως πτωχός, ώστε και ο άθλιος αιγοβοσκός Μελανθέας να τον λακτίσει καθ’ οδόν και ο πανάθλιος «αλήτης» Αρναίος (και Ίρος, επονομαζόμενος) να κομπάζει μπροστά στους μνηστήρες ότι μπορεί να τον βάλει κάτω. Και όσοι δεν πείθονται από την εικόνα του Οδυσσέα πτωχού, ας φέρουν στο μυαλό τους τον φοβισμένο λαγό. Αυτόν που ίσως στάθηκε σε μια στιγμή βαθέως ορθρινού κυνηγιού μπροστά σας στα πίσω πόδια, με κυρτωμένους τους ώμους και το κεφάλι μέσα στα σηκωμένα μπροστινά πόδια, με τρεμάμενους μύστακες και γλαρά μάτια, αδυνατών πλέον να διαφύγει το μοιραίο. Αυτό, το σε κατάσταση αδυναμίας συχνά περιερχόμενο ζωάκι λεγόταν από τους αρχαίους «πτωξ» (γεν. πτωκός) (επίσης από το πτώσσω), ένεκα ακριβώς της εκδηλούμενης ενώπιον των διωκτών του συστολής και αδυναμίας του. Πτωχός, λοιπόν, και πτωχεύων είναι ο συστελλόμενος φόβω, επειδή βρίσκεται σε κατάσταση αδυναμίας, ανυπεράσπιστος, ενώπιον των πάσης φύσεως διωκτών του. Και αν ακόμη έχετε αμφιβολίες για το νόημα του όρου «πτώχευση», θυμηθείτε τουλάχιστον το αποδιδόμενο στον Χ. Τρικούπη «κύριοι, δυστυχώς, επτωχεύσαμεν». Δεν είπε «δυστυχώς, κύριοι, κατέστημεν αφερέγγυοι». Είπε ότι «δυστυχώς, περιήλθομεν εις κατάστασιν αδυναμίας πληρωμών», σε κατάσταση, δηλαδή, εξ αυτού του λόγου, δυσάρεστη, εμποιούσα φόβο για τον τρόπο αντιμετώπισής μας από τους διώκτες μας, τους πιστωτές, και για την ίδια μας την επιβίωση. Η περίπτωση, περαιτέρω, της υπαίτιας περιέλευσης κάποιου σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών ονομάζεται ορθά «χρεωκοπία» (από το χρεών κοπή, κόπτω), που έχει την έννοια της ενεργητικής στάσης του χρεωκόπου στην πρόκληση της αδυναμίας του και τις συνέπειές της. Ορθά, ως εκ τούτου, χρησιμοποιείται ακόμη στην ποινική μας νομοθεσία ο όρος για να χαρακτηρίσει, τουλάχιστον, το ομώνυμο έγκλημα.
Αν, λοιπόν, όντως έτσι έχουν τα πράγματα, θα εξακολουθήσουμε , κύριοι συνάδελφοι, να εμμένουμε στη χρήση του όρου «αφερεγγυότητα» και να μιλάμε για «δίκαιο αφερεγγυότητας»;
-------------------------
[1]. Ομοίως και Πλάτων, «ει τις ζητών τα πράγματα ακολουθεί τοις ονόμασι …. η ουσία του πράγματος δηλουμένη εν τω ονόματι εστί» (Κρατύλος, 436Β και 393D), και Αριστοφάνης, «…περί των ονομάτων μαθείν σε δει» (Νεφέλες, 6681), και Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, «τα τε ονόματα σύμβολα όντα των νοημάτων …» (Στρωματείς, Η΄, VIII) και Φλάβιος Αρριανός, «Σωκράτης δ’ ου λέγει; και περί τίνος γράφει Ξενοφών, ότι ήρχετο από της των ονομάτων επισκέψεως…» (Επικτήτου Διατριβαί, 1, 17, 12) – Βλ. και Διογένη Λαέρτιου, «ο Αντισθένης ο αθηναίος πρῶτός τε ὡρίσατο λόγον εἰπών, «Λόγος ἐστὶν ὁ τὸ τί ἦν ἢ ἔστι δηλῶν» (Βίοι φιλοσόφων, Βιβλίον 6, Αντισθένης, 3). – (Τις εν λόγω παραπομπές μου υπέδειξε ο συνάδελφος, καθηγητής κ. Αναστάσιος Φρέρης σε προηγηθέντα μαζί του διάλογο).
Ακολουθήστε μας στο Twitter Ακολουθήστε μας στο Facebook Ακολουθήστε μας στο LinkedIn

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved