Η συμβολή του Δημοσίου Δικαίου στην προστασία του δικαιώματος στην προσωπικότητα
Παναγιώτης Λαδάς
Ομότιμος Καθηγητής Α.Π.Θ
Κατά τη σύνταξη των Ευρωπαϊκών Αστικών Κωδίκων ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα, το ζήτημα της αναγνώρισης ή μη ενός ιδιαίτερου δικαιώματος στην προσωπικότητα υπήρξε αμφιλεγόμενο. Η άποψη που επικράτησε πρέσβευε ότι η ρύθμιση του δικαιώματος αυτού στους Αστικούς Κώδικες θα ήταν «δογματικά άστοχη, περιττή και κοινωνικά επικίνδυνη». Για τον λόγο αυτόν, δεν περιλήφθηκε στους περισσότερους ευρωπαϊκούς αστικούς κώδικες διάταξη για την προστασία της προσωπικότητας.
Το ζήτημα αυτό σχετίζεται με τη διάκριση του Δικαίου σε Ιδιωτικό και Δημόσιο ως summa divisio των κανόνων δικαίου που αποτέλεσε κατά καιρούς τον άξονα γύρω από τον οποίο αναπτύχθηκε μία ολόκληρη ιδεολογία.
Η ανάπτυξη του Δημοσίου Δικαίου, κατά το 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ού εξαιτίας του κρατικού παρεμβατισμού θεωρήθηκε ότι εισβάλλει στο κατά παράδοση αρχαιότερο Ιδιωτικό Δίκαιο, θέτοντάς το υπό την κηδεμονία του. Όσο περισσότερο Δημόσιο Δίκαιο, τόσο περισσότερη ενίσχυση του κράτους και συνακόλουθα τόσο μεγαλύτερος περιορισμός στην ελευθερία του προσώπου.
Εντούτοις, η ανάκαμψη του Δημοσίου Δικαίου κατά το δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα διέψευσε τους φόβους αυτούς, καθώς βασικός σκοπός του σύγχρονου Συνταγματικού Δικαίου είναι η μελέτη όχι μόνο των κανόνων που συγκροτούν και μορφοποιούν, αλλά και αυτών που περιορίζουν την κρατική εξουσία.
Η έννοια της προσωπικότητας κατά το άρθρο 57 Α.Κ. είναι μία αόριστη έννοια. Η παλαιότερη θεωρία υποστήριζε ότι η εξειδίκευσή της συντελούνταν με αναγωγή στην κρατούσα ηθική και στον κρατούντα πνευματικό πολιτισμό.
Όμως η σύγχρονη θεωρία του αστικού δικαίου, για την εξειδίκευση της έννοιας της προσωπικότητας, προσανατολίσθηκε κατ' αρχήν στη συνταγματική διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1, κατά την οποία η προστασία της ανθρώπινης αξίας αποτελεί πρωταγωνιστική υποχρέωση της πολιτείας, στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, αλλά και στις άλλες ειδικές διατάξεις που καθιερώνουν τα κατ' ιδίαν ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.
Εξάλλου, η εξειδίκευση της έννοιας της προσωπικότητας με βάση τα επιμέρους ατομικά δικαιώματα έχει οδηγήσει και στην αντίστοιχη κατηγοριοποίηση των κατ' ιδίαν εκφάνσεων του ενιαίου δικαιώματος στην προσωπικότητα.
Περαιτέρω, η συνεισφορά των συνταγματικών διατάξεων, ως κανόνων αυξημένης τυπικής ισχύος, μεταθέτει το δικαίωμα αυτό στο πεδίο του Δημοσίου Δικαίου, ώστε σε περίπτωση συγκρούσεώς του με άλλα δικαιώματα Δημοσίου Δικαίου (όπως, για παράδειγμα, με το δικαίωμα στην πληροφόρηση ή το δικαίωμα στην επιστήμη και την τέχνη), η άρση της σύγκρουσης να αντιμετωπίζεται ως ζήτημα ισοτίμων Δημοσίου Δικαίου δικαιωμάτων.
Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 2 § 1 Σ., αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, εν όψει του γεγονότος ότι δεν υπόκειται σε αναθεώρηση.
Περαιτέρω, οι προϋποθέσεις ισχύος του κανόνα της ΑΚ 57 είναι πρώτον μεν να υπάρχει προσβολή και δεύτερον η προσβολή να είναι παράνομη.
Ως προσβολή χαρακτηρίζεται η επέμβαση που επιχειρείται από τρίτο, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση που υπάρχει σε μία ή περισσότερες εκφάνσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής υπόστασης του βλαπτομένου κατά τη στιγμή της προσβολής. Παράνομη δε είναι η προσβολή, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή κατ' ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως είναι από άποψη έννομης τάξης μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται καταχρηστικώς σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ ή το άρθρο 25 § 3 του Συντάγματος. Ανεξάρτητα από τη θεωρητική συζήτηση για την έννοια του παρανόμου στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 57 του Αστικού Κώδικα, παρατηρείται στην πράξη ότι, ενόψει της αοριστίας της έννοιας της προσωπικότητας, η κρίση σε σχέση με την προσβολή όσο και για τον παράνομο χαρακτήρα της επιτυγχάνεται ταυτοχρόνως κατά το στάδιο της σύγκρουσης του δικαιώματος αυτού με το προβαλλόμενο από τον τρίτο δικαίωμά του, ώστε τελικά και οι δύο διακεκριμένες προϋποθέσεις ισχύος της ΑΚ 57 να αποβάλλουν την αυτοτέλειά τους, η δε κρίση αυτή γίνεται in concreto εν όψει των περιστάσεων της κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης.
Ειδικότερα, ως προς τη συμβολή των κανόνων Διοικητικού Δικαίου στις προϋποθέσεις εφαρμογής της ΑΚ 57, θα πρέπει να επισημανθούν τα νομοθετήματα με τα οποία ρυθμίστηκε η διοικητική οργάνωση ορισμένων δραστηριοτήτων, όπως του τύπου, της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης, της διαχείρισης πληροφοριών και προσωπικών δεδομένων, καθώς και η επαγγελματική οργάνωση και οι υποχρεώσεις των προσώπων που ασχολούνται με τις δραστηριότητες αυτές. Επίσης, με σειρά πολυάριθμων νομοθετημάτων τέθηκαν κανόνες για κάθε είδους δραστηριότητα σε σχέση με την προστασία του περιβάλλοντος.
Οι εξειδικευμένες υποχρεώσεις και απαγορεύσεις που τίθενται από τους ειδικούς κανόνες Δικαίου στοιχειοθετούν ευθέως την έννοια της παράνομης προσβολής των αποδεκτών των δραστηριοτήτων αυτών.
Περαιτέρω, οι ρυθμίσεις του Ποινικού Κώδικα περιέχουν κανόνες οι οποίοι καθιστούν ορισμένες πράξεις παράνομες ή και αφορούν στην άρση του παράνομου χαρακτήρα τους.
Για παράδειγμα, περίπτωση άρσεως του παράνομου χαρακτήρα της προσβολής συνιστά κατά το άρθρο 367 του Ποινικού Κώδικα «το δικαιολογημένο ενδιαφέρον», με τη συνδρομή του οποίου μπορούν να δημοσιευθούν ειδήσεις και σχόλια για την πληροφόρηση του κοινού και με οξεία ακόμη κριτική ή δυσμενείς χαρακτηρισμούς για πρόσωπα που ενδιαφέρουν το κοινωνικό σύνολο. Για την «ενότητα της έννομης τάξεως», το ίδιο ισχύει και ως λόγος άρσης του παράνομου χαρακτήρα της προσβολής της προσωπικότητας.
Όπως έχει ήδη λεχθεί, η προστασία που παρέχεται στον προσβαλλόμενο στην προσωπικότητά του, συνίσταται στις αναγνωριζόμενες υπέρ αυτού αξιώσεις από το άρθρο 57 του Αστικού Κώδικα. Οι αξιώσεις αυτές ανήκουν εξ ορισμού στο σύστημα του Ιδιωτικού Δικαίου.
Σε σχέση με την προστασία της προσωπικότητας που προέρχεται από διατάξεις του Δημοσίου Δικαίου, οι προβλεπόμενες από αυτές κυρώσεις είναι κατά βάση διοικητικές κυρώσεις, ελεγχόμενες από τη διοικητική δικαιοσύνη, ή είναι κατά περίπτωση ποινικές κυρώσεις.
Οι κυρώσεις, όμως, αυτές οδηγούν κυρίως στην ικανοποίηση των αξιώσεων του κράτους κατά των παραβατών τους, προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και παρέχουν έμμεση μόνο προστασία στον προσβαλλόμενο ιδιώτη, και έχουν κατά βάση προληπτικό χαρακτήρα.
Πάντως, υπό το πρίσμα του Αστικού Δικαίου στους ως άνω νόμους περιέχονται σποραδικά διατάξεις αστικής φύσεως, όπως για παράδειγμα στο ν. 1178/1981 η καθιέρωση της αντικειμενικής ευθύνης του ιδιοκτήτη εφημερίδας ή εντύπου, η οποία επεκτάθηκε και στην ραδιοτηλεοπτική δραστηριότητα, καθώς και οι ειδικές διατάξεις για την επιδικαζόμενη στον προσβαλλόμενο ηθική βλάβη.
Ειδική αξίωση αστικής φύσεως, προβλεπόμενη ευθέως από το Σύνταγμα, αποτελεί το δικαίωμα απάντησης και το δικαίωμα επανόρθωσης που αναγνωρίζονται στον θιγόμενο από ανακριβές δημοσίευμα ή εκπομπή.
Σημαντική είναι ακόμη η προστασία των ακροατών και τηλεθεατών υπό το πρίσμα των διατάξεων περί προστασίας του καταναλωτή (Π.Δ. 301/2002, άρθρο 3 παρ. 2- δικαίωμα καταγγελίας, συλλογική αγωγή).
Επίσης, κατά τις διατάξεις του Νόμου 2472/1997, το υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων έχει απέναντι στον υπεύθυνο επεξεργασίας, κατά το στάδιο συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, δικαίωμα ενημέρωσης, καθώς και το λεγόμενο δικαίωμα πρόσβασης και προβολής αντιρρήσεων για την επεξεργασία δεδομένων που το αφορούν (άρθρο 21 παρ. 1 περ. ε' Ν. 2472/1997, όπως ισχύει).
Τέλος, ο Ν. 2121/1993, για την πνευματική ιδιοκτησία, παρέχει στον δημιουργό και ειδικές αστικές αξιώσεις.
Κατά συνέπεια, με τις διατάξεις αυτές θεμελιώνεται πρόσθετη προστασία αστικής φύσεως του δικαιώματος στην προσωπικότητα, η οποία και συμβάλλει ευθέως στην ικανοποίηση του φορέα.
Από τις αναπτύξεις που προηγήθηκαν καταδεικνύεται η σημαντική συμβολή του Δημοσίου Δικαίου στην προστασία της προσωπικότητας. Όμως, η ουσιαστική και πλήρης προστασία του δικαιώματος στην προσωπικότητα αποτελεί κατ' εξοχή έργο του Ιδιωτικού Δικαίου. Το Ιδιωτικό Δίκαιο στηρίζεται στην έννομη σχέση που αναπτύσσεται κατά βάση μεταξύ δύο προσώπων, δηλαδή του δικαιούχου και του υποχρέου. Και οι αξιώσεις που γεννιούνται από το άρθρο 57 του Αστικού Κώδικα προσιδιάζουν στην κατ' ιδίαν ιδιωτική έννομη σχέση. Τούτο συνδέεται άρρηκτα με την ουσία του δικαιώματος στην προσωπικότητα, που σε τελευταία ανάλυση οδηγεί στην προστασία της ατομικότητας του προσώπου.
Γι' αυτό άλλωστε και το δικαίωμα στην προσωπικότητα διαρθρώνεται ως απόλυτο δικαίωμα ενιαίο και αυστηρά προσωπικό και ανεξάρτητα από το αντίστοιχο δικαίωμα κάθε άλλου προσώπου, ώστε να μη μπορεί το δικαίωμα αυτό να ανήκει σε περισσότερα πρόσωπα. Η μοναδικότητα της κάθε περίπτωσης προσβολής της προσωπικότητας είναι συνδεδεμένη και με εγγενείς δυσχέρειες, ιδίως όταν πρόκειται για μαζικές προσβολές, ιδίως ως προς τον εντοπισμό του προσβάλλοντος, την εν γένει αποδεικτική διαδικασία και τη δικαστική δαπάνη. Και αντίθετα, οι διατάξεις του Δημοσίου Δικαίου δεν μπορούν να οδηγήσουν κατά κανόνα σε μία πλήρη προστασία της ατομικότητας του προσώπου, καθώς οι κανόνες του, που κατά βάση εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, απευθύνονται σε ομάδες προσώπων ή ακόμη και στο σύνολο των πολιτών. Συμπερασματικά, η ατομικότητα του προσώπου αναδεικνύεται και ικανοποιείται μέσα από την προστασία που παρέχει σε αυτό το Ιδιωτικό Δίκαιο.