Οι διαπλαστικές αποφάσεις κατά τον ΚΠολΔ
Γεώργιος Ν. Διαμαντόπουλος
Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Δικονομίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Όπως εύστοχα έχει επισημάνει ο καθηγητής Κωνσταντίνος Κεραμεύς, «[μ]ε τη διαπλαστική απόφαση η δικαιοδοτική λειτουργία απομακρύνεται … από την “κυρωτική” και στρέφεται προς την “καθοριστική” λειτουργία της δικαιοσύνης». Αυτός ακριβώς ο εξαιρετικός χαρακτήρας της δικαιοδοτικής επέμβασης επιβάλλει, κατ' άρθρο 71 ΚΠολΔ, τον περιορισμό της μόνον «στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος». Όταν, λοιπόν, με συγκεκριμένες διατάξεις νόμου η επίτευξη της διάπλασης μόνο με δικαστική απόφαση επιτρέπεται (π.χ. λύση του γάμου με διαζύγιο: ΑΚ 1438, διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας: ΑΚ 939 επ.), η έκδοση διαπλαστικής απόφασης επιτελεί τη λειτουργία όρου του πραγματικού του αντίστοιχου κανόνα δικαίου που την προϋποθέτει.
Δεν πρέπει, εντούτοις, να παραγνωρίζεται ότι επιτρέπεται όχι μόνον συμβατική διάπλαση της έννομης σχέσης (π.χ. άφεση χρέους: ΑΚ 454, προσδιορισμός αόριστης παροχής: ΑΚ 371.2), αλλά και ότι ο νομοθέτης αναθέτει σε συγκεκριμένες περιπτώσεις τη διάπλαση των έννομων σχέσεων ακόμη και στη μονομερή βούληση του εκάστοτε δικαιούχου. Όπου, λοιπόν, ο νομοθέτης θέλει να εκλείψει το ενδιάμεσο αυτό στάδιο νομικής αβεβαιότητας, δεν απονέμει διαπλαστικό δικαίωμα, αλλά προβλέπει δικαστική διάπλαση. Έτσι, για παράδειγμα, αξιώνεται έκδοση διαπλαστικής απόφασης για την ακύρωση σύμβασης αγοραπωλησίας λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής (ΑΚ 140-153), για την ακύρωση απόφασης γενικής συνέλευσης σωματείου (ΑΚ 101), για τη διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας (ΑΚ 939 επ.), για την προσβολή πατρότητας (ΑΚ 1469), για τη μέμψη άστοργης δωρεάς (ΑΚ 1835), για την ακύρωση διαιτητικής απόφασης, για την ακύρωση πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης (ΚΠολΔ 933), για την κήρυξη εκτελεστότητας αλλοδαπής δικαστικής απόφασης (ΚΠολΔ 905) κ.ο.κ.
Θα πρέπει, βεβαίως, να επισημανθεί ότι εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ζητούμενη διάπλαση μπορεί να επιτευχθεί μόνο με δικαστική διάπλαση, απαντώνται και περιπτώσεις κατά τις οποίες ο νόμος παρέχει μεν τη δυνατότητα έκδοσης διαπλαστικής απόφασης, παράλληλα, όμως, επιτρέπει και τη συμβατική διάπλαση της έννομης σχέσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η διανομή, με την οποία πραγματοποιείται η λύση της κοινωνίας. Η ταλάντευση του εκάστοτε νομοθέτη μεταξύ ιδιωτικής βούλησης και δικαστικής απόφασης δεν υπακούει σε δογματικές ανάγκες, αλλά επηρεάζεται από την αξιολογική αποτίμηση της συγκεκριμένης έννομης σχέσης και διαφοροποιείται με την πάροδο του χρόνου ή από χώρα σε χώρα.
Οι διαπλαστικές αποφάσεις παράγουν -πέραν του δεδικασμένου ως προς την ύπαρξη του ασκηθέντος δικαιώματος δικαστικής διάπλασης- και διαπλαστική ενέργεια που συνδέεται με το διαπλαστικό σκέλος του διατακτικού τους, δηλαδή την απαγγελία της νομικής μεταβολής. Η διαπλαστική ενέργεια συνίσταται στην αλλοίωση της ουσίας της έννομης σχέσης, που αποτελεί το αντικείμενο της απόφασης, δυνάμει της ίδιας της απόφασης. Τέτοια ενέργεια συνοδεύει, όμως, μόνον τις δικαστικές αποφάσεις που δέχονται διαπλαστική αγωγή (διαπλαστικές αποφάσεις). Ουσιώδες γνώρισμα της διαπλαστικής ενέργειας είναι ότι η διάπλαση επέρχεται δυνάμει της ίδιας της δικαστικής απόφασης, δηλαδή αυτομάτως και δίχως την ανάγκη να συντρέξει κάποιος άλλος εξωτερικός παράγοντας. Κατά τούτο ακριβώς διακρίνεται η διαπλαστική ενέργεια από την εκτελεστότητα. Εξάλλου, η διαπλαστική ενέργεια διακρίνεται και από το δεδικασμένο, επειδή δεν περιορίζεται απλώς στην αποτύπωση της υφιστάμενης έννομης κατάστασης, αλλά επειδή ακριβώς μεταβάλλει αυτή την κατάσταση.
Η διαπλαστική ενέργεια ισχύει erga omnes (και όχι inter partes), ακόμη και έναντι προσώπων των οποίων είχε απορριφθεί όμοιο διαπλαστικό ένδικο βοήθημα κατ' ουσίαν και συνεπώς έναντι των οποίων υπάρχει δεδικασμένο περί ανυπαρξίας του λόγου διάπλασης. Συνήθως η διαπλαστική ενέργεια επέρχεται όταν τελεσιδικήσει η διαπλαστική απόφαση. Τούτο είναι ζήτημα ερμηνείας της εφαρμοστέας ρύθμισης, μεταξύ των όρων πραγματικού, της οποίας συγκαταλέγεται και η έκδοση διαπλαστικής απόφασης. Ενίοτε, όμως, η διαπλαστική ενέργεια επέρχεται και από την οριστική έκδοση της απόφασης (π.χ. ΠτωχΚ 7 § 1, ΚΠολΔ 937 § 1) ή όταν η τελευταία φθάσει στο βαθμό δικονομικής ωριμότητας του αμετακλήτου (π.χ. ΚΠολΔ 613, 618). Κατά κανόνα, είναι αλήθεια, ότι η διαπλαστική απόφαση ενεργεί ex nunc και δεν έχει αναδρομική δύναμη. Η υιοθέτηση αυτής της θέσης, εντούτοις, δεν πρέπει να είναι χωρίς εξαίρεση. Ας μη παραβλέπεται ότι στο δίκαιό μας δεν είναι άγνωστη η αναδρομική ενέργεια και ακυρωτικών διαπλαστικών αποφάσεων, όπως συμβαίνει λ.χ. στις περιπτώσεις της ακύρωσης δικαιοπραξίας (ΑΚ 184) ή της προσβολής της πατρότητας (ΑΚ 1472).
Η διαφορετική φύση του δεδικασμένου και της διαπλαστικής ενέργειας συνεπάγεται και διαφορετικές δικονομικές συνέπειες. Κατά την κρατούσα εκδοχή, δεδικασμένο και διαπλαστική ενέργεια διαφέρουν ως προς την έκταση των αντικειμενικών, χρονικών και υποκειμενικών τους ορίων. Ειδικότερα:
Επί συρροής αξιώσεων ο εξοπλισμός μιας από τις συρρέουσες αξιώσεις με δύναμη δεδικασμένου δεν συνεπάγεται απόσβεση των λοιπών. Αντιθέτως, επί συρροής περισσότερων λόγων διάπλασης, π.χ. διαζυγίου, όταν εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση που κάνει δεκτό έναν από αυτούς, επέρχεται απόσβεση όλων των λόγων, ακόμη και αν ανήκαν σε διαφορετικά πρόσωπα.
Το δεδικασμένο της δικαστικής απόφασης εκδηλώνεται σε χρόνο προγενέστερο της διαπλαστικής ενέργειας, αφού ανατρέχει στο χρόνο συζήτησης της διαφοράς. Κατά τον τελευταίο χρόνο παράγεται δέσμευση ότι η έννομη συνέπεια που κρίθηκε υπήρχε ή όχι. Aντιθέτως, ο χρόνος εκδήλωσης της διαπλαστικής ενέργειας εντοπίζεται στο χρόνο έκδοσης της διαπλαστικής απόφασης. Υφίσταται, λοιπόν, ένα χρονικό διάστημα από το χρόνο εκδήλωσης του δεδικασμένου έως την έκδοση της διαπλαστικής απόφασης, κατά το οποίο δεν αποκλείεται να επέλθει επιγενόμενο πραγματικό περιστατικό, το οποίο θα ανατρέπει το δικαίωμα δικαστικής διάπλασης του ενάγοντος.
Ενώ τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου καταλαμβάνουν καταρχήν μόνο τους διαδίκους και τους καθολικούς ή ειδικούς διαδόχους τους, η διαπλαστική ενέργεια, αν δεν προκύπτει κάτι άλλο από την οικεία διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, ισχύει inter omnes και όχι inter partes, ανεξαρτήτως μάλιστα της ορθότητάς της. Η έναντι πάντων ισχύς της διαπλαστικής απόφασης βασίζεται στην ίδια την επιταγή της έννομης τάξης.
Η erga omnes ισχύς και των διαπλαστικών αποφάσεων της εκούσιας δικαιοδοσίας δεν δημιουργεί ζητήματα συνταγματικής νομιμότητας, στο μέτρο που ο θιγόμενος τρίτος (που δεν κλητεύθηκε και δεν συμμετείχε στη δίκη) αποκτά εκ των υστέρων το δικαίωμα της ακρόασης, τριτανακόπτοντας τη διαπλαστική απόφαση. Κάθε τρίτος, λοιπόν, που βάλλει κατά της ουσιαστικής ή τυπικής ορθότητας της διαπλαστικής απόφασης, όπως λ.χ. διότι δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις έκδοσής της ή ότι, αν ακουγόταν ο ίδιος, η απόφαση θα ήταν διαφορετική, νομιμοποιείται στην τριτανακοπή της, εφόσον υφίσταται βλάβη ή τίθενται σε κίνδυνο τα έννομα συμφέροντά του.
Κι ενώ θεωρία και νομολογία αναλώθηκαν τον παρελθόντα αιώνα με όλα τα ανωτέρω ζητήματα σε τέτοιο βαθμό, ώστε θα μπορούσε να αποδοθεί η μομφή ότι η ενασχόληση μαζί τους είναι σχεδόν εξαντλημένη, δείχνουν, εντούτοις, να επανέρχονται στο προσκήνιο δριμύτερα με το θεσμό του κτηματολογίου. Για παράδειγμα, οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται σε περίπτωση διόρθωσης πρόδηλου σφάλματος των αρχικών εγγραφών είναι διαπλαστικές. Ως γνωστόν, η σχετική διάπλαση διενεργείται είτε εξωδίκως (άρθρ. 6 § 4 ν. 2664/1998, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του ν. 3127/2003), είτε με αγωγή (άρθρ. 6 §§ 2 και 3 ν. 2664/1998, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του ν. 3127/2003). Η διαπλαστική φύση της διόρθωσης, άλλωστε, προβλέπεται ρητά στο νόμο για την περίπτωση διόρθωσης προδήλου σφάλματος, κατ' άρθρο 18 § 1 περ. ε΄ ν. 2664/1998, δηλαδή όταν αυτή συντελείται με την έκδοση σχετικής διοικητικής πράξης του Ο.Κ.Χ.Ε., ο οποίος είτε ενεργεί αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον. Στις ενλόγω υποθέσεις τίθεται πλέον έντονα το ζήτημα της εξουσίας του δικαστή και κατά πόσον δεσμεύεται από τα θεμελιώδη δικονομικά συστήματα του άρθρου 106 ΚΠολΔ.