Ο ρόλος του Εισαγγελέα στη διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης του Ν. 3500/2006

Παναγιώτης Μπρακουμάτσος
Αντεισαγγελέας Εφετών

Ο Ν. 3500/2006 (*) αποτελεί μία κατά κάποιο τρόπο συνέχιση της προσπάθειας του Έλληνα νομοθέτη να εισάγει τον θεσμό της ποινικής διαμεσολάβησης στο σχέδιο αναθεώρησης του ΚΠΔ το 1995, γνωστό ως σχέδιο Μανωλεδάκη. Σε αυτό προβλεπόταν η δυνατότητα του Εισαγγελέα, έπειτα από κοινή δήλωση των διαδίκων, να απέχει από την άσκηση ποινικής δίωξης σε κατ' έγκληση διωκόμενα εγκλήματα ή και σε ορισμένα που εδιώκοντο αυτεπαγγέλτως. Εν προκειμένω, είναι γνωστή η απόφαση - πλαίσιο της Ε.Ε. της 15.3.2001 για το καθεστώς των θυμάτων σε ποινικές διαδικασίες, η οποία προβλέπει την προώθηση από τα κράτη μέλη της διαμεσολάβησης σε ποινικές υποθέσεις για τις εγκληματικές πράξεις, για τις οποίες το κράτος μέλος κρίνει ότι προσιδιάζει το μέτρο αυτό.



Η διαμεσολάβηση συνδέεται με την αρχή της σκοπιμότητας στην ποινική δίωξη. Η αρχή αυτή, δηλ. η μη υποχρεωτική για τον Εισαγγελέα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, άσκηση της ποινικής δίωξης, σε αντίθεση με την αρχή της νομιμότητας, επικρατεί σε μεγάλο βαθμό στα αγγλοσαξονικού τύπου δίκαια. Τα ιδιαίτερα ποσοστά υποθέσεων, για τις οποίες δεν ασκείται δίωξη, συσχετίζονται με την κατόπιν συμφωνίας επιβολή όρων συμπεριφοράς στον φερόμενο ως δράστη (παρακολούθηση προγραμμάτων κ.λπ.) (1). Στον κεντροευρωπαϊκό χώρο, σε ορισμένες χώρες αναγνωρίζεται η αρχή της σκοπιμότητας, με βάση ορισμένα κριτήρια, όπως η συνυπαιτιότητα του θύματος, η έμπρακτη μετάνοια του δράστη, η μικρή απαξία της πράξης κ.λπ. Το σύστημα αυτό φαίνεται να ισχύει με παραλλαγές στη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, τη Δανία κ.λπ. Στη Γαλλία, όμως, δεν υπάρχει αυστηρή δέσμευση από την αρχή της νομιμότητας. Ακόμη και στις χώρες όπου επικρατεί η αρχή της νομιμότητας, η ισχύς της δεν είναι απόλυτη. Στη Γερμανία υπάρχουν διατάξεις που ρυθμίζουν σε μεγάλο βαθμό μορφές ποινικού συμβιβασμού και διακανονισμού, στις οποίες καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει ο Εισαγγελέας (2). Προσπαθώντας κάποιος να ερμηνεύσει τις μελλοντικές εξελίξεις στον ευρωπαϊκό νομικό κόσμο, αλλά και γενικότερα στον προηγμένο νομικό κόσμο παγκοσμίως, θα διαπιστώσει ότι υπάρχει μία αυξανόμενη τάση, αφ' ενός μεν στην καθιέρωση θεσμών ποινικής διαμεσολάβησης, αφ' ετέρου δε στη δυνατότητα του Εισαγγελέα να διαθέτει το αντικείμενο της ποινικής δίωξης σε ορισμένες περιπτώσεις και έτσι να κάμπτεται η αρχή του μη ανακλητού της ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα. Εκφάνσεις αυτών των τάσεων στο δικονομικό μας σύστημα υπάρχουν: α) στο άρθρο 245 παρ. 4 (προσθήκη με ν. 3160/2004), όπου παρέχεται στον Εισαγγελέα Πρωτ/κών η δυνατότητα αρχειοθέτησης υποθέσεων μετά από προανάκριση, αρμοδιότητος Μον/λούς Πλημ/κείου, β) στο άρθρο 113 παρ. 5, όπου σε εκκρεμείς υποθέσεις, ως προς τις οποίες συμπληρώνεται ο χρόνος παραγραφής, την παύση της ποινικής δίωξης μπορεί να τη διατάσσει ο Εισαγγελέας Πλημ/κών με σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα Εφετών. Η διάταξη αυτή που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 2408/1996 έτυχε περιορισμένης εφαρμογής. Η αρχή της σκοπιμότητας εισάγεται στο δικονομικό μας σύστημα με τη διάταξη του άρθρου 45Α ΠΚ, όπως διαμορφώθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 του ν. 3189/2003, σύμφωνα με την οποία για αξιόποινη πράξη ανηλίκου πταισματική ή πλημ/κή προβλέπεται η δυνατότητα του Εισαγγελέα να απόσχει από την κίνηση της ποινικής δίωξης. Και βεβαίως με τις ρυθμίσεις της ποινικής διαμεσολάβησης, όπως θα δούμε παρακάτω, όπου ο Εισαγγελέας διαθέτει και την ποινική δίωξη.



Ασφαλιστικές δικλείδες για όλες τις παραπάνω αυξημένες αρμοδιότητες του Εισαγγελέα στο θεσμό της ποινικής διαμεσολάβησης, αλλά και κυρίως στη διάθεση της ποινικής δίωξης, είναι οι εγγυήσεις, που απολαμβάνει ο Εισαγγελέας από το Σύνταγμα και η σαφής ένταξή του στην έννοια του Δικαστικού λειτουργού. Ο Εισαγγελέας δεν είναι μονόπλευρα ούτε κατήγορος, ούτε διάδικος, αλλά λειτουργεί ως όργανο απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης και αποσκοπεί στην ανεύρεση της αλήθειας και την ορθή απονομή του Δικαίου προς κάθε κατεύθυνση (3).



ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ (άρθρο 11 παρ. 2)


Ο νομοθέτης κινήθηκε προς την ορθή κατεύθυνση προκειμένου ο δράστης να συναινεί στη διαδικασία διαμεσολάβησης, χωρίς προηγουμένως να προβαίνει σε δήλωση περί της ενοχής του (4) και έτσι να μη παραβιάζεται το τεκμήριο της αθωότητας.

Οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος πρέπει να συντρέχουν αθροιστικά: α) υπόσχεση ότι δεν θα τελέσει στο μέλλον οιοδήποτε αδίκημα ενδοοικογενειακής βίας, β) παρακολούθηση ειδικού θεραπευτικού προγράμματος και γ) άρση ή αποκατάσταση των συνεπειών που προκλήθηκαν από την πράξη του και καταβολή εύλογης χρηματικής ικανοποίησης. Επί της τελευταίας προϋπόθεσης όμως πρέπει να παρατηρηθεί το εξής: Σε πολλές περιπτώσεις, λόγω της οικονομικής κατάστασης του δράστη, είναι ιδιαίτερα δύσκολη έως αδύνατη η καταβολή της χρηματικής ικανοποίησης. Γι' αυτό ακριβώς τον λόγο η προϋπόθεση αυτή δεν θα έπρεπε να συντρέχει αθροιστικά (5).



ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ - Έναρξη διαδικασίας


Σε περίπτωση που υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας άγεται ενώπιον του δικαστηρίου με την αυτόφωρη διαδικασία, αν ζητηθεί αναβολή, κατ' άρθρο 423 ΚΠΔ (3ήμερη), ο αρμόδιος Εισαγγελέας έχει την ευχέρεια να εκκινήσει τη διαδικασία της διαμεσολάβησης με τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 παρ. 2 και τη διαδικασία του άρθρου 12 παρ. 3-6. Είναι δυνατόν όμως, ο κατηγορούμενος ή αμφότεροι οι διάδικοι να ζητήσουν από το Δικαστήριο την αναβολή της υπόθεσης, προκειμένου να επακολουθήσει διαμεσολάβηση. Σε αυτή την περίπτωση το δικαστήριο θα αναβάλει την υπόθεση. Βεβαίως, δεν υπάρχει τροποποίηση των άρθρων 349 και 352 ΚΠΔ, πλην, όμως, από τον ίδιο το νόμο συνάγεται εμμέσως λόγος αναβολής της υπόθεσης.

Ποιο δικαστικό όργανο περαιώνει την υπόθεση;

Εφόσον η διαμεσολάβηση έχει θετική έκβαση, αν δηλ. πληρωθούν οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 παρ. 2 και ο παθών αποδεχθεί τη διαμεσολάβηση, έχει απασχολήσει τη μέχρι τώρα δικαστηριακή πρακτική ποιο όργανο θα επικυρώσει τη διαμεσολάβηση. Το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ήχθη η υπόθεση κατά την αυτόφωρη διαδικασία με την έκδοση απόφασης ή ο Εισαγγελέας με διάταξή του; Κατά μία άποψη, το Δικαστήριο θα εκδώσει απόφαση με την οποία θα αναστέλλεται η διαδικασία στο ακροατήριο για διάστημα τριών ετών και στη συνέχεια, εφόσον υπάρχει συμμόρφωση προς τους όρους της διαμεσολάβησης, θα επανεισάγεται η υπόθεση και θα εκδίδεται αθωωτική απόφαση. Η θέση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους, καθόσον η διαδικασία που υποστηρίζεται, ότι πρέπει να ακολουθηθεί, δεν προβλέπεται από το νόμο. Στο άρθρο 12 παρ. 1 εδ. β' ορίζεται, ότι η διαμεσολάβηση στην περίπτωση αναβολής της υπόθεσης διεξάγεται κατά τις παρ. 3-6 του παρόντος άρθρου, δηλ. ενώπιον του Εισαγγελέα, ο οποίος εκδίδει και σχετική διάταξη. Το είδος δε της απόφασης, που κατά την ανωτέρω άποψη θα εκδώσει το δικαστήριο, δεν μπορεί να είναι αθωωτική, καθόσον δεν πρόκειται εδώ περί εμπράκτου μετανοίας, όπως ίσως εσφαλμένα έχει εκληφθεί, αλλά περί ενός αυτοτελούς τρόπου περαίωσης της δίκης.

Κατά την άποψή μας, τη λύση τη δίνει σαφώς ο ίδιος ο νομοθέτης, ο οποίος ορίζει, ότι στις περιπτώσεις αυτές, δηλ. τη διαμεσολάβηση που χωρεί μετά την αναβολή της υπόθεσης, τη διεκπεραιώνει ο
Εισαγγελέας. Κατά της άποψης αυτής αντιτάσσονται τα εξής: α) Περαίωση της δικογραφίας κατ' αυτό τον τρόπο αποτελεί υπέρβαση του άρθρου 323 ΚΠΔ, το οποίο ορίζει περιοριστικά σε ποιες περιπτώσεις αποσύρεται η δικογραφία. β) Η λύση αυτή συνιστά σημαντική ρωγμή στο κατηγορητικό σύστημα προς όφελος του εξεταστικού (6). Επί των αντιρρήσεων αυτών σημειώνουμε τα ακόλουθα: Η διάταξη του άρθρου 323 ΚΠΔ, που προβλέπει ένα συγκεκριμένο λόγο ανάκλησης της δικογραφίας στο ακροατήριο, δεν αποτελεί εμπόδιο, καθόσον ο νομοθέτης, είτε με τροποποίηση του ίδιου του άρθρου είτε με άλλο νόμο, μπορεί να προβλέψει και άλλους τρόπους ανάκλησης της δικογραφίας από το ακροατήριο. Τούτο ούτε ρήγμα στο δόγμα της ποινικής δικονομίας αποτελεί, ούτε πολύ περισσότερο συνταγματική εκτροπή. Όπως προαναφέρθηκε, η εισαγωγή μοντέλων διαπραγμάτευσης και η λογική των συμφωνιών διεισδύουν όλο και περισσότερο στα Ρωμανογερμανικής παράδοσης Δίκαια. Στις περιπτώσεις αυτές ο ρόλος του Εισαγγελέα είναι διευρυμένος. Οι συνταγματικές δε εγγυήσεις, με τις οποίες περιβάλλεται ο εισαγγελικός θεσμός, εναρμονίζουν τις νέες αυτές ρυθμίσεις, όπως και αυτές του πρόσφατου δικονομικού παρελθόντος με τη συνταγματική νομιμότητα. Εξάλλου, η διάθεση αυτή του αντικειμένου της ποινικής δίκης γίνεται σε πολύ πρώιμο στάδιο αυτής. Ωστόσο, είναι χρήσιμο, για λόγους δογματικής ενότητας να γίνει α) προσθήκη ενός εδαφ. στην παρ. 4 του άρθρου 245 ΚΠΔ και β) προσθήκη στο άρθρο 323 ΚΠΔ.

Πιστεύουμε, λοιπόν, ότι ο νομοθέτης του ν. 3500/2006 εναπόθεσε τη διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης, τόσο κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, όσο και κατά το στάδιο της αναβολής, σύμφωνα με το άρθρο 423 ΚΠΔ, στα χέρια του Εισαγγελέα Πρωτοδικών. Κάθε άλλη σκέψη είναι εκτός του πνεύματος της ποινικής διαμεσολάβησης, αλλά και εκτός του γράμματος του νόμου. Μία αντίθετη άποψη θα προσέθετε στο θεσμό επιπλέον δυσκολίες, σε βαθμό μάλιστα που θα τον ακύρωναν στην πράξη. Τούτο γίνεται αμέσως κατανοητό, αν υποτεθεί, ότι μετά τρία έτη επανεισάγεται μία υπόθεση ενώπιον ενός οργάνου Δικαστηρίου, το οποίο ουδεμία ανάμιξη θα είχε στην όλη διαδικασία. Πέραν τούτου, θα πολλαπλασιαζόταν η δικαστική ύλη άνευ λόγου.

* Περίληψη εισήγησης σε επιστημονική εκδήλωση της ΕΝΟΒΕ στη Θεσσαλονίκη, την 28.11.2008.

1. Δ. Συμεωνίδη, «Η Θέση και ο Ρόλος του Σύγχρονου Εισαγγελέα υπό το πρίσμα συγκριτικών δεδομένων και συναφείς προβληματισμοί μετά τη θέση σε ισχύ του Ν 3160/2003», ΠοινΛογ 2005, σ. 5 επ.

2. Δ. Συμεωνίδη, ανωτ., σ. 21, όπου και πλείονα.

3. Δ. Συμεωνίδη, ανωτ., σ. 23, Π. Μπρακουμάτσου, σε Εισαγωγή «Γνωμοδοτήσεις Εισαγγελέων ΑΠ».

4. Χαρακτηριστικό είναι, ότι σε άλλες χώρες (Αγγλία, Ουαλία, Σκωτία, Ιρλανδία) για να κινηθεί η σχετική διαδικασία, απαιτείται η παραδοχή του δράστη ότι η συμπεριφορά του είναι βίαιη.

5. Στις χώρες του Αγγλοσαξονικού Δικαίου οι ουσιαστικές προϋποθέσεις περιλαμβάνουν, εκτός από την ομολογία του δράστη, και σειρά άλλων παραδοχών εκ μέρους του, όπως: αποδοχή ότι η βία και η κακοποίηση αποτελούν προβλήματα, αναγνώριση της ευθύνης για τη χρήση βίας κ.λπ.

6. Δ/νση Επιστημονικών Μελετών-Τμήμα Νομοτεχνικής Επεξεργασίας, «Έκθεση επί του Νομοσχεδίου», Παπαδαμάκης, «Ποινική Δικονομία», 2004, σ. 298 επ.

Ακολουθήστε μας στο Twitter Ακολουθήστε μας στο Facebook Ακολουθήστε μας στο LinkedIn

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved