Η αρχή της αναλογικότητας. O αναιρετικός έλεγχος της εφαρμογής της από τον Άρειο Πάγο επί χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης

Γιώργος Ν. Βασιλακάκις
Δ.Ν., Δικηγόρος

Η αρχή της αναλογικότητας έχει αποκτήσει κεντρική σημασία στο σύστημα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και διατρέχει την πρόσφατη νομολογία των Δικαστηρίων της χώρας μας (Ακυρωτικών και Δικαστηρίων της ουσίας) όλων των κλάδων του δικαίου, των ανεξάρτητων αρχών, αλλά και όλων των ανωτάτων δικαστηρίων των Ευρωπαϊκών χωρών και των κυριότερων χωρών, στις οποίες εφαρμόζεται το αγγλοσαξoνικό δίκαιο. Επίσης έχει τύχει εκτεταμένης επεξεργασίας από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) ως αρχή του κοινοτικού δικαίου που περιλαμβάνεται και στη Συνθήκη του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) κατ' εφαρμογή των άρθρων 6 § 1, 8 § 2, 9 § 2 και 10 § 2 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ρώμης (ΕΣΔΑ).

Η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας θεμελιώνεται σε δύο διατάξεις του εσωτερικού μας δικαίου, στη διάταξη του άρθρου 25 § 1 περ. δ' του Συντάγματος, όπως διατυπώθηκε κατά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001, και στις διατάξεις της ΕΣΔΑ για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που έχει κυρωθεί από τη χώρα μας με το Ν. 53/1974, και δυνάμει του άρθρου 28 § 1 του Συντάγματος έχει υπερνομοθετική ισχύ.

Με την εισαγωγή της στο κείμενο του Συντάγματος επιδιώχθηκε η ενσωμάτωση θεμελιωδών συνταγματικών αρχών και αξιών του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού. Και επειδή με το άρθρο 25 § 1 εδ. γ΄ Συντάγματος καθιερώνεται πλέον ευθέως η αρχή της «τριτενέργειας» των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η αρχή της αναλογικότητας εφαρμόζεται απ' ευθείας και στις σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου.

Η αρχή της αναλογικότητας αποτελεί συνταγματικό περιορισμό των νομοθετικών περιορισμών των συνταγματικών θεμελιωδών δικαιωμάτων, που επιτάσσει ότι μεταξύ του νόμιμου σκοπού που επιδιώκει ένας περιορισμός του δικαιώματος και του συγκεκριμένου περιορισμού πρέπει να υπάρχει εύλογη σχέση (Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα, τ. Α, σελ. 176 επόμ., του ιδίου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 4η έκδοση, σελ. 184, Στ. Ματθίας, ΕλλΔνη 2006. 2).

Η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας ακολουθεί τρία στάδια ελέγχου:

Α) Καταλληλότητας: ο περιορισμός για να είναι κατάλληλος, πρέπει να επιφέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Β) Αναγκαιότητας: ακόμη και αν είναι κατάλληλος ο περιορισμός, δεν πρέπει να είναι επαχθέστερος από το αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος μέτρο, αλλά ο λιγότερο επαχθής για τον θιγόμενο αποδέκτη του μέτρου. Γ) Συνάφειας μέσου προς το σκοπό· μεταξύ του μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού πρέπει να υφίσταται μία εύλογη σχέση. Ένας περιορισμός, και όταν ακόμη είναι κατάλληλος ή αναγκαίος, δεν πρέπει να συνεπάγεται περισσότερα μειονεκτήματα για τα δικαιώματα του πολίτη, παρά πλεονεκτήματα για τα δημόσια ή ιδιωτικά συνταγματικά συμφέροντα, στην προστασία των οποίων αποβλέπει.

Με την απόφαση 45/2005 ΟλομΑΠ κρίθηκε ότι όλα τα μέσα ασκήσεως της κρατικής εξουσίας, ο νόμος, η δικαστική απόφαση και η διοικητική πράξη, πρέπει να πληρούν τα τρία κριτήρια της αρχής της αναλογικότητας.

Διάσταση παρατηρείται μεταξύ των κρίσεων των τμημάτων του Αρείου Πάγου σχετικά με το επιτρεπτό ή μη του αναιρετικού ελέγχου της εφαρμογής της αρχής αυτής, ιδίως σε περιπτώσεις χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης. Από τη μία πλευρά το Δ' Τμήμα (ενδεικτικά ΑΠ 634/2007 ΕλλΔικ 2007.768, ΑΠ 163/2007 ΧρΙΔ 2007.602, ΑΠ 2147/2007 Νομικά Χρονικά 47.4) έκρινε ότι η μη εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας δεν θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ, επειδή ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας που σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε κάποια νομική έννοια, ότι η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας εναπόκειται μόνο στο νομοθέτη, και ότι η αρχή της αναλογικότητας δεν εφαρμόζεται απ' ευθείας από τα δικαστήρια, παρά μόνο για τον έλεγχο συνταγματικότητας του νομοθετικού περιορισμού ενός συνταγματικώς προστατευομένου δικαιώματος.

Εντελώς διαφορετική θέση εξέφερε το Α' Τμήμα (ΑΠ 132/2006 NoB 2006. 825), που, εκκινώντας από τη θέση της Ολομέλειας και του ΕΔΔΑ (Berger κατά Γαλλίας, απόφ. της 3-12-2002) ότι σε όλα τα κρατικά όργανα, συνεπώς και στα δικαιοδοτικά η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλεται κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αναίρεσε εφετειακή απόφαση, λόγω παραβάσεως του ΚΠολΔ 559 αριθ. 1 και 19 («σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει μεν να υποβαθμίζει την απαξία της πράξεως επιδικάζοντας χαμηλό ποσό, όμως συγχρόνως δεν πρέπει με ακραίες εκτιμήσεις, να καταλήγει σε εξουθένωση του ενός μέρους και αντίστοιχο υπέρμετρο πλουτισμό του άλλου, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό που επιδίωξε ο νομοθέτης, ήτοι την αποκατάσταση της τρωθείσας διά της αδικοπραξίας κοινωνικής ειρήνης»). Με τις αποφάσεις 196/2007 του Α1 Τμήματος και 41/2007 της τακτικής Ολομέλειας το θέμα έχει παραπεμφθεί στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.

Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεσμεύει, όσον αφορά την ερμηνεία και εφαρμογή της ΕΣΔΑ, τον Έλληνα Δικαστή που οφείλει και δεσμεύεται να την ακολουθεί (Ματθίας, ό.π., σελ. 9). Και το ΕΔΔΑ εστιάζοντας στην αναλογικότητα του τιθέμενου περιορισμού με αναφορά στις αρχές της ασφάλειας του δικαίου και της χρηστής διοικήσεως της δικαιοσύνης, με την απόφαση της 5.7.2007 στην υπόθεση Λιοναράκης κατά Ελλάδος (ΔιΜΕΕ 2007. 285 επόμ.), διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, εκτός των άλλων, λόγω της απορρίψεως αναιρέσεως περί μη αναλογικότητας του επιδικασθέντος από το Εφετείο ποσού και ελλείψεως ικανοποιητικής και αντίστοιχης αιτιολογίας (ομοίως η απόφαση της 17.1.2008 στην υπόθεση Βασιλάκης κατά Ελλάδος). Αλλά και με την απόφαση της 27.5.2004 στην υπόθεση Ρίζος και Ντάσκας κατά Ελλάδος, καταδίκασε την Ελληνική Δημοκρατία σε αποζημίωση των προσφυγόντων, διότι δεν υπάρχει σχέση αναλογικότητας ανάμεσα στις απαγορεύσεις που ανεύρε το Ελληνικό Ακυρωτικό και τον επιδιωκόμενο με την εφαρμοζόμενη διάταξη σκοπό.

Σημασία αποκτά για τον αναιρετικό έλεγχο κατ' άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ η συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της αναλογικότητας, όχι ως απλού κριτηρίου σταθμίσεως της συνταγματικότητας του νόμου, αλλά ως κανόνα που εν όψει του άρθρου 25 § 1 εδ. γ΄ Συντάγματος εφαρμόζεται και στις σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου.

Κατά την επαναλαμβανόμενη και σταθερή πλέον νομολογία του ΕΔΔΑ, δεν αρκεί η απλή παράθεση των γενικών κριτηρίων του ΑΚ 932, αλλά απαιτείται η ενδελεχής και ειδική αιτιολόγηση των αποφάσεων ως προς το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης και ως προς την εφαρμογή των κριτηρίων της αναλογικότητας. Γι' αυτό καθίσταται επιτακτικότερη η ανάγκη συστηματικού νομολογιακού καθορισμού αυτών των κριτηρίων. Με τον τρόπο αυτό, και αφού εντοπίσει το σκοπό του νόμου, αξιολογήσει το μέσο, αλλά και τις συνολικές επιπτώσεις του νόμου, ο δικαστής της ουσίας θα οδηγείται σε ασφαλή κρίση.
Ακολουθήστε μας στο Twitter Ακολουθήστε μας στο Facebook Ακολουθήστε μας στο LinkedIn

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved