Η δικονομική ενοποίηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Ευάγγελος Βασιλακάκης
Καθηγητής Νομικής ΑΠΘ

H επιτάχυνση της πορείας προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν άφησε ανεπηρέαστη τη ρύθμιση των ζητημάτων δικονομικού διεθνούς δικαίου. H Συνθήκη του Άμστερνταμ, που άρχισε να ισχύει από τον Mάϊο του 1999, υπήγαγε τα θέματα που ανάγονται στη δικαστική συνεργασία σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (στα οποία συγκαταλέγονται και τα σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων) στον πρώτο κοινοτικό πυλώνα. Σύμφωνα με το άρθρο 61 ΣυνθEK, επιχειρείται να διασφαλισθεί η σταδιακή δημιουργία ενός «χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης» όχι μόνο για τους υπηκόους των κρατών μελών, αλλά και για τους υπηκόους τρίτων χωρών που βρίσκονται στο έδαφος ενός κράτους μέλους.

Aυτό πρακτικά σημαίνει ότι η ρύθμιση των θεμάτων αυτών δεν θα γίνεται πλέον στο πλαίσιο της διακρατικής-διακυβερνητικής συνεργασίας, δηλαδή μέσω διεθνών συμβάσεων, αλλά με πράξεις του δευτερογενούς κοινοτικού δικαίου (κανονισμοί, οδηγίες κ.λπ.), τις οποίες θα εκδίδουν τα κοινοτικά όργανα και κατά κύριο λόγο το Συμβούλιο. Eπακολούθησε η έκδοση μιας σειράς κανονισμών, με τους οποίους αναδιαμορφώθηκαν οι διατάξεις δικονομικού διεθνούς δικαίου που ισχύουν στις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών. Ειδικότερα, όσον αφορά τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, εκδόθηκε από το Συμβούλιο ο κανονισμός 44/2001 της 22ας Δεκεμβρίου 2000 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (που επειδή αντικατέστησε την ιδιαίτερα επιτυχή Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 ονομάστηκε κανονισμός Βρυξέλλες-Ι). Στον χώρο του οικογενειακού δικαίου εκδόθηκε ο κανονισμός 2201/2003 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας» (κανονισμός Βρυξέλλες-ΙΙ). Ένας ακόμη κανονισμός είναι ο υπ’ αριθ. 805/2004 «για τη θέσπιση ευρωπαϊκού εκτελεστού τίτλου για μη αμφισβητούμενες αξιώσεις».

Βασικός στόχος, επιδιωκόμενος με την εκπόνηση των κανονισμών αυτών (που δεν είναι οι μόνοι δικονομικού ενδιαφέροντος κανονισμοί), ήταν να απλοποιηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο η αναγνώριση και εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων σε κράτη μέλη άλλα από το κράτος προελεύσεώς τους. Παράλληλα ενοποιήθηκαν και οι διατάξεις, με τις οποίες καθορίζεται η διεθνής δικαιοδοσία. Δεν σημαίνει πάντως η εξέλιξη αυτή ότι επέρχεται ολοσχερής ενοποίηση των δικονομικών κανόνων. Κατά τα λοιπά εξακολουθούν να εφαρμόζονται, για τα υπόλοιπα θέματα, μεταξύ των οποίων και τα σχετικά με τη διεξαγωγή της δίκης, οι εγχώριες δικονομικές διατάξεις, που κατά κανόνα είναι ενσωματωμένες σε ένα ενιαίο κείμενο (όπως ο ΚΠολΔ).
Εδώ ακριβώς εντοπίζεται και μία από τις αντινομίες που έχει η δικονομική ενοποίηση που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της δημιουργίας ενός ενιαίου ευρωπαϊκού δικαστικού χώρου. Πράγματι, ενώ ενοποιούνται μεν οι διατάξεις για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε πολλούς δικαϊκούς τομείς (έχει δε ήδη δρομολογηθεί η έκδοση κανονισμών και για άλλα θέματα), το εσωτερικό δίκαιο εξακολουθεί να εφαρμόζεται στα ζητήματα που εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής του κατά περίπτωση εφαρμοζομένου κανονισμού.

Oι κανονισμοί εφαρμόζονται επί ιδιωτικών διεθνών διαφορών, δηλαδή διαφορών που επειδή συνδέονται με περισσότερα κράτη μέλη εμφανίζουν – όταν εισάγονται ενώπιον των δικαστηρίων ενός από αυτά – στοιχείο αλλοδαπότητας σε σχέση με το forum. Αντίθετα, δεν ισχύουν επί διαφορών καθαρά εσωτερικών, οι οποίες συνδέονται μόνο με μια έννομη τάξη. Μία πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) έθεσε ωστόσο νέα δεδομένα, καθώς έγινε δεκτό ότι υφίσταται στοιχείο αλλοδαπότητας όταν η έννομη σχέση συνδέεται με ένα κράτος μέλος μόνο και με ένα τρίτο κράτος (ΔΕΚ, 1.3.2005, Owusu/Jackson, C-281/02). Έχει υποστηριχθεί ότι ανοίγει ο δρόμος με την απόφαση αυτή για την εφαρμογή των διατάξεων κοινοτικής προελεύσεως σε όλο το φάσμα των ζητημάτων διεθνούς δικαιοδοσίας και εκτελέσεως αποφάσεων.
Το παράδειγμα αυτό δείχνει πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του ΔΕΚ, το οποίο συχνά καλείται να ερμηνεύει τις νομικές έννοιες που περιέχονται στα κοινοτικής προελεύσεως κείμενα. Κατά κανόνα το ΔΕΚ προβαίνει στην αυτόνομη ερμηνεία τους, δηλαδή σε ερμηνεία αναγόμενη στη γενικότερη «οικονομία» των κανονισμών, και όχι σύμφωνα με τις δικαϊκές διατάξεις ενός μόνο κράτους, προκειμένου να διασφαλισθεί η ομοιόμορφη εφαρμογή στα κράτη μέλη.
Συχνά η προσέγγιση του ΔΕΚ είναι ρηξικέλευθη, όπως έχει συμβεί π.χ. για τον καθορισμό των όρων, με τη συνδρομή των οποίων επέρχεται εκκρεμοδικία υπέρ του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο της διαφοράς (με την έννοια ότι τα δικαστήρια άλλου κράτους μέλους αναστέλλουν τη διαδικασία). Κρίθηκε, συγκεκριμένα, ότι υπάρχει ταυτότητα αιτίας και αντικειμένου, όταν με την πρώτη αγωγή ζητείται η καταβολή του τιμήματος, ενώ με τη δεύτερη αμφισβητείται το κύρος της συμβάσεως (ΔΕΚ, 8.12.1987, Gubisch/Palumbo, 144/86, ΣυλλΝομολ 1987.4861).

Δεδομένου όμως ότι το νομολογιακό προηγούμενο δεν μπορεί να λειτουργήσει στον κοινοτικό χώρο με την ίδια δεσμευτικότητα, με την οποία επενεργεί στα αγγλοαμερικανικά δίκαια (common law), δεν λείπουν οι περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται ότι η νομολογία του ΔΕΚ, με βάση τις αποφάσεις που αυτό είχε εκδώσει επί παρεμφερών ζητημάτων, δεν παρέχει απόλυτα σαφείς κατευθύνσεις στα εθνικά δικαστήρια. Π.χ., όσον αφορά τις συμβάσεις που υπάγονται στην κατηγορία των καταναλωτικών συμβάσεων (ως προς τις οποίες θεσπίζονται προς όφελος του καταναλωτή ειδικές διατάξεις που παρεκκλίνουν από τη γενική δωσιδικία του εναγομένου), υφίσταται διχογνωμία για το κατά πόσο -με την αρκετά πλούσια νομολογία του επί του θέματος- το ΔEK τείνει προς τη συσταλτική ή τη διασταλτική ερμηνεία του όρου «καταναλωτικές συμβάσεις». Παρόλο που με μία από τις πρόσφατες αποφάσεις του προκρίθηκε η συσταλτική ερμηνεία (ΔΕΚ, 20.1.2005, Gruber/ Bay Wa AG, C-464/01, ΣυλλΝομολ 2005-Ι. 439), δεν έχει διευκρινισθεί με την απόφαση της 19.1.1993 (υπόθεση Shearson/TVB Treuhandgesellschaft, C-89/91, ΣυλλΝομολ 1993-Ι.139) αν είναι καταναλωτικές οι συμβάσεις που άπτονται της παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. To αποτέλεσμα είναι να γίνεται επίκληση της εν λόγω αποφάσεως και από τις δύο –αντικρουόμενες μεταξύ τους– αποφάσεις που εξέδωσαν τα ελληνικά δικαστήρια στην ίδια υπόθεση που αφορούσε την αγωγή αποζημιώσεως για ιδιαίτερα υψηλά ποσά, που ως βάση της είχε την παροχή τέτοιου είδους υπηρεσιών (ΠολΠρΑθ 8032/2001, ΕλλΔνη 2003.568, ΕφΑθ 6401/2002, ΔΕΕ 2003.412).

Δεν πρέπει επίσης να παροράται ότι η εδώ εξεταζόμενη ρύθμιση ζητημάτων διεθνούς δικαιοδοσίας και εκτελέσεως αποφάσεων γίνεται με διατάξεις εγκατεσπαρμένες σε διαφορετικά κείμενα (=περισσοτέρων του ενός κανονισμού). Εκτός των δυσκολιών που ανακύπτουν για τον νομικό της πράξης και ορισμένες φορές αφορούν ακόμη και τον καθορισμό του κειμένου που είναι εφαρμοστέο στη συγκεκριμένη περίπτωση, μπορεί να υποστηριχθεί ότι λείπει η δογματική ενότητα που είναι αναγκαία για την επίλυση πολλών ζητημάτων. Έτσι, π.χ., το αβάσιμο επιχείρημα, με βάση (και) το οποίο καταστρώθηκαν στη χώρα μας οι λεγόμενες αγωγές των «γερμανικών αποζημιώσεων» (και που ενστερνίστηκε η μειοψηφία του ΑΕΔ στη σχετικώς εκδοθείσα απόφαση 6/2002), σύμφωνα με το οποίο, επειδή ακριβώς η Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 δεν περιείχε διάταξη για την ετεροδικία -η τελευταία έχει καταργηθεί-, απρόσμενα ενισχύεται εκ του ότι ο κανονισμός 805/2004 εξαιρεί ρητά από το πεδίο εφαρμογής του ζητήματα σχετικά με την ευθύνη του κράτους για πράξεις και παραλείψεις κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας (άρθρο 2 παρ. 1 εδ. β΄).

Επιπροσθέτως, η συνάρθρωση των κανονισμών με τις κοινές δικονομικές διατάξεις συχνά δημιουργεί δυσλειτουργίες, οφειλόμενες στο ότι οι έννοιες που χρησιμοποιούν ορισμένες κοινοτικές διατάξεις δεν εμφανίζουν αντιστοιχία με εκείνες των εσωτερικών διατάξεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα προσφέρει η ελληνική νομολογία: κρίθηκε ότι η προσφυγή που ασκείται στο Εφετείο κατά της αποφάσεως η οποία κηρύσσει εκτελεστή αλλοδαπή απόφαση σύμφωνα με τη Σύμβαση των Βρυξελλών δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά ένδικο βοήθημα, γι’ αυτό και πρέπει να κατατεθεί στη γραμματεία του Εφετείου. Καθώς το αποτέλεσμα ήταν η αθρόα απόρριψη προσφυγών ως απαραδέκτων, ο Άρειος Πάγος εισέφερε μία «κατ’ οικονομίαν» λύση, κρίνοντας ότι παραδεκτώς ασκήθηκε η προσφυγή, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, εφόσον την ίδια ημέρα προσδιορίστηκε η ημερομηνία για τη συζήτησή της στο Εφετείο (ΑΠ 1024/2001 ΧρΙΔ 2001.614).
Ακολουθήστε μας στο Twitter Ακολουθήστε μας στο Facebook Ακολουθήστε μας στο LinkedIn

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved