Η αστική ευθύνη του δικηγόρου Συγκριτικά σχόλια
Φαίδωνα Κοζύρη
Ομότιμος Καθηγητής Α.Π.Θ
Εισαγωγικό Σημείωμα της Σύνταξης του Περιοδικού
Στα τεύχη 32 και 33 του Περιοδικού μας φιλοξενήσαμε κατά σειρά τις αποκλίνουσες απόψεις του ομότιμου Καθηγητού Α.Π.Θ. κ. Αστεριού Γεωργιάδη και του Δικηγόρου κ. Γεωργίου Αηδονά πάνω στο θέμα της αστικής ευθύνης του δικηγόρου έναντι του εντολέα του. Είναι γνωστό ότι ο επιστημονικός διάλογος στη χώρα μας για την αστική ευθύνη του δικηγόρου κατά την άσκηση του λειτουργήματός του εντοπίζεται κυρίως στο αν η προστασία που παρέχεται στον ζημιούμενο εντολέα του δικηγόρου με το άρθρο 73 ΕισΝΚΠολΔ είναι σύμφωνη με τη φύση των υπηρεσιών που προσφέρει ο δικηγόρος και εξασφαλιστική των συμφερόντων του εντολέα του, ή αν η ορθή λύση του προβλήματος βρίσκεται στην εφαρμογή του ν. 2251/1994, για την προστασία των καταναλωτών.
Επιδιώξαμε τη διεύρυνση αυτού του επιστημονικού διαλόγου με πρόσκληση προς τους αναγνώστες μας να συμμετάσχουν σ’ αυτόν. Στην πρόσκλησή μας ανταποκρίθηκαν ο Δικηγόρος κ. Γεώργιος Βαρύτης και ο κ. Φαίδων Κοζύρης, ομότιμος Καθηγητής Α.Π.Θ., ο οποίος διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής της νομικής και δικηγόρος στην Αμερική.
Η στενότητα του χώρου δεν μας επιτρέπει να παραθέσουμε αυτούσιο το εκτενές κείμενο του κ. Γ. Βαρύτη, ο οποίος (παρά τις αντιρρήσεις του ως προς την αιτιολογία της) επικροτεί την πλειοψηφούσα άποψη των Αρεοπαγιτών στην ΟλΑΠ 18/1999, ότι η αστική ευθύνη του δικηγόρου και η παρεχόμενη στον ζημιούμενο εντολέα του έννομη προστασία ρυθμίζεται σήμερα από το άρθρο 73 ΕισΝΚΠολΔ και όχι από τον ν. 2251/1994, όπως δέχθηκε η μειοψηφούσα γνώμη.
Το γεγονός, πάντως, ότι και οι θεωρητικοί, οι οποίοι τάσσονται με την άποψη ότι η αστική ευθύνη του δικηγόρου έναντι του εντολέα του ρυθμίζεται από το άρθρο 73 ΕισΝΚΠολΔ, αναγνωρίζουν ότι υφίσταται πρόβλημα τροποποίησης αυτής της ρύθμισης, δικαιολογεί, πιστεύουμε, την απόφασή μας να δημοσιεύσουμε επί του θέματος ορισμένες συγκριτικές πληροφορίες σχετικά με τα ισχύοντα στην Αμερική, που μας απέστειλε ο κ. Κοζύρης.
Η δικηγορία στην Αμερική ρυθμίζεται κατ’ αρχήν στο πολιτειακό επίπεδο, όπου και καθορίζεται η ευθύνη προς τους πελάτες τους και λειτουργούν οι δικηγορικοί σύλλογοι.
Ο δικηγόρος ευθύνεται προς αποζημίωση προς τον πελάτη του, όπως και οι άλλοι πάροχοι υπηρεσιών, τόσο για (α) κοινό αδικοπρακτικό πταίσμα (δόλο ή αμέλεια) όσο και (β) για παράβαση τυχόν επιπλέον συμβατικών υποχρεώσεων ή (γ) της καλής πίστης που απορρέει από την αρχή της εμπιστοσύνης (fiduciary relationship), π.χ. κατά τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του πελάτη. Αρμόδια γι’ αυτή τη λεγόμενη malpractice είναι τα τακτικά δικαστήρια. Επιπλέον, ως δημόσιος λειτουργός, ο δικηγόρος υπόκειται σε κυρώσεις και όταν δεν τηρεί τυχόν κανόνες επαγγελματικής συμπεριφοράς που επιβάλλονται είτε από τα δικαστήρια είτε από τους δικηγορικούς συλλόγους. Μάλιστα, αυτές οι τελευταίες παραβάσεις μπορεί να ενδυναμώσουν και την απαίτηση της αστικής κακοδικίας.
Υπολογίζεται στατιστικά ότι ο μέσος δικηγόρος αντιμετωπίζει κάποια απαίτηση πελάτη αποζημίωσης για κακοδικία μία φορά κάθε πέντε χρόνια και ότι πάνω από το 90% αυτών των απαιτήσεων είτε απορρίπτονται ή εγκαταλείπονται είτε συμβιβάζονται χωρίς δημοσιότητα. Ελάχιστες απαιτήσεις καταλήγουν στο ακροατήριο, κυρίως εκείνες που αναφέρονται σε χρηματιστηριακές συναλλαγές ή γενικότερα σε εταιρική διακυβέρνηση, όπου επικρατεί κατά κόρον και κατάχρηση η συλλογική αγωγή (class action), και όπου η αποζημίωση μπορεί να φτάσει σε πολλά εκατομμύρια δολάρια.
Δύο παράγοντες περιορίζουν στην πράξη την αστική ευθύνη του δικηγόρου. Ο πρώτος είναι ότι πολλά δικηγορικά γραφεία προσλαμβάνουν ειδικά εκπαιδευμένους βοηθούς (paralegals) που φροντίζουν να τηρούνται όλες οι τυπικές διαδικασίες, π.χ. επικύρωσης και επίδοσης εγγράφων, αποφυγής παραγραφής, ενημέρωσης κλπ. κι έτσι σπανίζουν οι αμέλειες του τύπου αυτού. Δεύτερον, πολλοί δικηγόροι επιβάλλουν στη συμφωνία με τον πελάτη ρήτρα διαιτησίας που παρακάμπτει την προσφυγή στα δικαστήρια, όπου οι ένορκοι, που κρίνουν τα πραγματικά περιστατικά και υπολογίζουν τη ζημία, κατά κανόνα εμπνέονται από αντιδικηγορικό μένος!
Σημαντικό ρόλο παίζει και η ασφαλιστική κάλυψη του δικηγόρου, που επιτρέπεται βέβαια μόνο στο βαθμό που αναφέρεται στην απλή αμέλεια. Επειδή όμως τα ασφάλιστρα είναι αρκετά ακριβά, η μεγάλη πλειονοψηφία των δικηγόρων, ιδίως εκείνων που ασκούν ατομικό επάγγελμα, δεν την αγοράζουν, αντίθετα με τις μεγάλες φίρμες. Υπολογίζεται ότι πρόσφατα οι ασφαλιστικές εταιρείες πλήρωσαν το χρόνο περί τα 4 δισεκατομμύρια δολάρια σε αποζημιώσεις προς πελάτες και περί τα 8 δισεκατομμύρια σε αμοιβές δικηγόρων υπεράσπισης.
Σχετικό και καίριο είναι το ερώτημα για τις μεγάλες δικηγορικές εταιρείες (φίρμες), του πόσο ψηλά αναδύεται η ευθύνη των δικηγόρων που διευθύνουν ή που είναι μέτοχοι των σχετικών νομικών προσώπων (ευθύνη του προστήσαντος vicarious liability). Να τονίσουμε πρώτα ότι στο βαθμό που ένας δικηγόρος επιβλέπει-συμμετέχει - συμβουλεύει - κατευθύνει - συνεργάζεται με συναδέλφους του, που μπορεί να είναι και απλοί υπάλληλοι, ευθύνεται εις ολόκληρον τουλάχιστον εφόσον στοιχειοθετείται και η αιτιώδης συνάφεια με την τυχόν ζημία. Να σημειώσουμε εδώ ότι η ευθύνη του προστήσαντος είναι αντικειμενική, δηλ. δεν εξαρτάται από την αμέλεια στην πρόσληψη του υφισταμένου. Δεύτερον, σε όλες σχεδόν τις πολιτείες επιτρέπεται η σύσταση δικηγορικών εταιρειών. Βέβαια, για τις ομόρρυθμες εταιρείες ή εκείνες όπου απαιτείται η εις ολόκληρον ευθύνη των μετόχων, η ευθύνη είναι πλήρης. Αλλά στις πολλές περιπτώσεις όπου επιτρέπεται η περιορισμένη ευθύνη των μετόχων, είτε επιβάλλεται η ασφάλιση είτε απαιτείται ένα ελάχιστο κεφάλαιο. Επιπλέον, ο μέτοχος ενδεχομένως υπέχει και την ευθύνη του προστήσαντος, όπως εξηγήσαμε παραπάνω.
Τέλος, να επισημάνουμε τη μεγάλη σημασία που έχει για τους Αμερικανούς δικηγόρους η αποφυγή της λεγομένης «σύγκρουσης συμφερόντων» (conflict of interests). Ιδίως στις μεγάλες δικηγορικές εταιρείες, με πολλούς πελάτες ποικίλων δραστηριοτήτων, επιβάλλεται η αποφυγή ταυτόχρονης αντιπροσώπευσης όλων εκείνων που ασχολούνται ή μπορεί να ενδιαφέρονται για κάτι παρόμοιο με τους ήδη (και κάποτε και πρώην) πελάτες για λόγους τόσο απόλυτης αφοσίωσης όσο και μη παραβίασης της εμπιστευτικότητας, θυμάμαι, τότε που υπηρετούσα σε μια τέτοια δικηγορική εταιρεία στη Νέα Υόρκη, ότι στους δέκα νέους πελάτες, που ζητούσαν να τους πάρουμε, απορρίπταμε τους εννέα μόνο και μόνο γι’ αυτό τον λόγο!
Σχετική είναι και η δυσκολία που αντιμετωπίζουν πολλές δικηγορικές εταιρείες που έχουν πελάτες μεγάλες εταιρείες, όπου πολλές φορές εμφιλοχωρεί σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ π.χ. της διοίκησης (ή ακόμη και ορισμένων μελών της μεταξύ τους) και των μετόχων ή της «εταιρείας» καθεαυτής. Ο πειρασμός είναι μεγάλος οι δικηγόροι να μεροληπτήσουν υπέρ αυτών που τους προσέλαβαν, αλλά αυτό είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο και απαιτείται κάθε φορά να ξεκαθαρίζεται με σαφήνεια και από νωρίς ποιος είναι ο εκάστοτε πελάτης του δικηγόρου και επίσης ποιος (θα) τον πληρώνει.
Βιβλιογραφία
Πολύ χρήσιμες και συγκεντρωτικές πληροφορίες, με αναφορές και στη θεωρία, νομοθεσία και νομολογία, βρίσκονται στο ανεπίσημο Restatement (third) of the Law Governing Lawyers (American Law Institute 2000), ιδίως Άρθρ. 48-58. Επίσης, αξίζει η αναδρομή στους Model Rules of Conduct της ιδιωτικής, αλλά με μεγάλη επιρροή, American Bar Association.