Η αστική ευθύνη του δικηγόρου έναντι του εντολέα του
Γεώργιος Α. Αηδονάς
Δικηγόρος
Σημείωμα της Σύνταξης του Περιοδικού
Είναι γνωστό ότι στον επιστημονικό διάλογο για την αστική ευθύνη του δικηγόρου κατά την άσκηση του λειτουργήματός του έναντι του εντολέα του διατυπώνονται διάφορες απόψεις, με κυρίαρχη αυτή που θεωρεί ότι η λύση του προβλήματος δεν βρίσκεται στην εφαρμογή του ν. 2251/1994. Είναι αξιοσημείωτο ότι και οι υποστηρικτές αυτής της άποψης θεωρούν ξεπερασμένο το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο δράσης και επαγγελματικής ευθύνης του δικηγόρου και υποστηρίζουν την ανάγκη ενός νέου θεσμικού πλαισίου που θα εγγυάται το αίσθημα ασφάλειας τόσο του δικηγόρου όσο και του πολίτη, όταν εμπλέκονται στη δικαιοδοτική διαδικασία αλλά και όταν εξωδικαστικά συνεργάζονται. Ο σχετικός προβληματισμός εκτείνεται και στο χώρο της ασφάλισης του επαγγελματικού κινδύνου του δικηγόρου, όπου εμφανίζονται θεσμικά κενά, αλλά και κενά ενημέρωσης των ενδιαφερομένων.
Στο προηγούμενο τεύχος του περιοδικού μας φιλοξενήσαμε ως κύριο άρθρο μία περίληψη ομιλίας επί του θέματος του Ομοτ. Καθηγητού ΑΠΘ κ. Αστ. Γεωργιάδη. Στο παρόν τεύχος δημοσιεύουμε (σε περίληψη πάλι) ένα άρθρο του δικηγόρου κ. Γ.Α. Αηδονά με απόψεις αποκλίνουσες από αυτές του κ. Γεωργιάδη.
Με την ευκαιρία αυτή θέλουμε να δηλώσουμε προς τους αναγνώστες μας ότι οι σελίδες του περιοδικού μας, στο μέτρο που μας επιτρέπει ο περιορισμένος χώρος του, είναι ανοιχτές για τη δημοσίευση των απόψεων όλων σας πάνω σε επιστημονικά θέματα πρακτικού ενδιαφέροντος, όπως αυτό της επαγγελματικής ευθύνης δικηγόρου.
Ι. Η ραγδαία αύξηση των αναφορών κατά δικηγόρων που κατακλύζουν με ρυθμούς αριθμητικής, τουλάχιστον, προόδου την τελευταία δεκαετία τα διοικητικά συμβούλια των μεγάλων δικηγορικών συλλόγων της χώρας, η αντίστοιχη, σε διεθνή επίπεδα, αύξηση των περιπτώσεων αγωγών αποζημίωσης κατά δικηγόρων (malpractice) για πλημμελή διαχείριση της εντολής των και η έλλειψη θεσμικού πλαισίου και προγραμμάτων κάλυψης του επαγγελματικού κινδύνου (professional risk) του δικηγόρου στην ελληνική ασφαλιστική αγορά, διατηρούν ανοιχτό τον επιστημονικό διάλογο για την αστική ευθύνη του δικηγόρου κατά την άσκηση του λειτουργήματός του έναντι του εντολέα του εδώ και δέκα χρόνια.
Και είναι, βέβαια, αλήθεια τόσο το γεγονός ότι οι καταγγελίες κατά δικηγόρων στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι αβάσιμες ή έστω υπερβολικές και ότι επί του παρόντος ελάχιστες από αυτές αντιμετωπίζουν τη δημοσιότητα του ακροατηρίου αστικού δικαστηρίου. Αυτά, όμως, δεν συγκροτούν λόγους εφησυχασμού ούτε ανασκευάζουν την ανάγκη ενός επεξεργασμένου θεσμικού πλαισίου ορθής άσκησης των δικηγορικών καθηκόντων που θα εγγυάται το αίσθημα ασφαλείας τόσο του δικηγόρου όσο και του πολίτη, όταν εμπλέκονται στη δικαιοδοτική διαδικασία, αλλά και όταν εξωδικαστικά συνεργάζονται.
Να σημειωθεί, τέλος, ότι το πρόβλημα θα επιτείνεται, εν όψει της αναντιστοιχίας αυτών που περιμένει ο σύγχρονος διάδικος από το δικηγόρο του και αυτών που ο Έλληνας δικηγόρος είναι σε θέση να προσφέρει, με δεδομένο το ξεπερασμένο θεσμικό πλαίσιο δράσης του δικηγόρου αλλά και την ελλιπή υλικοτεχνική υποδομή, σε προσωπική αλλά και συλλογική βάση που μπορεί να διαθέτει.
Η λύση πάντως του προβλήματος δεν βρίσκεται προς την κατεύθυνση του υποβιβασμού του δικηγόρου από συλλειτουργό της δικαιοσύνης σε απλό επαγγελματία παροχής νομικών υπηρεσιών, όπως υπαινίσσεται η άποψη που υποστηρίζει την εφαρμογή του ν. 2251/1994 και στις περιπτώσεις δικηγορικής ευθύνης. Έτσι, η άποψη της πλειοψηφίας της 18/1999 απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου εναρμονίζεται προς την αντίληψη τόσο του 13ου Δικηγορικού Συνεδρίου (4ο Πόρισμα Συνεδρίου, σ. 536 Πρακτικών), όσο και της Ειδικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Σημαντικές, επίσης, σκέψεις, προς την ίδια κατεύθυνση, περιέχουν και οι ΠολΠρωτΘεσ 10725/1997 και ΕφΘεσ 3337/1998.
ΙΙ. Η αστική ευθύνη του δικηγόρου και η παρεχόμενη στον ζημιούμενο έννομη προστασία, σήμερα, ρυθμίζεται από το άρθρο 73 ΕισΝΚΠολΔ.
Οι ρυθμίσεις του άρθ. 73 ΕισΝΚΠολΔ (όπως αυτές τροποποιήθηκαν με το άρθ. 22 ΙΙ ν. 693/1977) που αφορούν στην αγωγή κακοδικίας κατά των λεγομένων "βοηθητικών προσώπων" απονομής της δικαιοσύνης (μεταξύ των οποίων και οι δικηγόροι) είναι όμοιες προς εκείνες του ν. 693/1977 που αφορούν αγωγή κακοδικίας κατά δικαστού, αλλά και προς τις παλαιότερες ρυθμίσεις του ν. 407/1914. Συνεπώς και η ερμηνευτική αντιμετώπιση των διατάξεων που διέπουν την αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρου δεν παραλλάσσει -πλην του στοιχείου της αρμοδιότητας- εκείνης της αντίστοιχης αγωγής κατά δικαστικού λειτουργού.
Σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του άνω άρθρου «Αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρου, συμβολαιογράφου, δικαστικού γραμματέα και δικαστικού επιμελητή υπάγεται στο κατά τόπο αρμόδιο κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ, Πολυμελές Πρωτοδικείο που δικάζει κατά την τακτική διαδικασία».
Η κατά τα άνω αγωγή είναι αποκλειστική και αποτελεί το μόνο μέσο που έχει ο διάδικος για επανόρθωση της ζημίας που του προσγεννά το δικαστικό πρόσωπο, ο οποίος [διάδικος] δεν μπορεί να εγείρει αγωγή αποζημιώσεως κατά τις κοινές περί αδικοπραξίας διατάξεις, αφού οι διατάξεις του πιο πάνω άρθρου 73 κατισχύουν κυρίως ως ειδικές. Ειδικότερα, ως προς το άρθ. 8 ν.2251/1994, που ως διάταξη νεότερη του άρθ. 73 ΕισΝΚΠολΔ φαίνεται να έχει προβληματίσει αν καταργεί ή τροποποιεί τις ρυθμίσεις του άρθ. 73 ΕισΝΚΠολΔ, παρατηρούνται τα ακόλουθα:
α) Ο νόμος 2251/1994 δεν είναι αυξημένης τυπικής ισχύος έναντι του ΕισΝΚΠολΔ.
β) Η σχετική ρύθμιση της παρ. 1 αναφέρεται γενικά στον «παρέχοντα υπηρεσίες» και έχει έντονα γενικό χαρακτήρα, κατ’ αντίθεση προς εκείνη του άρθ. 73 ΕισΝΚΠολΔ, που αφορά ειδικά αγωγή κατά δικηγόρου, συμβολαιογράφου, δικαστικού γραμματέα και δικαστικού επιμελητή και ως εκ τούτου είναι ειδική. Ως τέτοια, συνεπώς, κατισχύει εκείνης του άρθ. 8 ν. 2251/1994.
γ) Καθιέρωση ευθύνης για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως ο δικηγόρος κατά την παροχή των υπηρεσιών του θα σήμαινε δυνατότητα έγερσης αγωγής κατά του δικηγόρου έστω και για ελαφρά αμέλεια (π.χ. διότι δεν σχολίασε στις προτάσεις περικοπή της κατάθεσης ενός μάρτυρα), γεγονός που δεν συνάδει προς το χαρακτήρα της επαγγελματικής δράσεως των δικηγόρων υπό την ιδιότητα του δημοσίου λειτουργού και την αναγκαιότητα «της διαφυλάξεως του κύρους αυτών, απαραιτήτου διά την ενάσκησιν του ανατεθειμένου αυτοίς δημοσίου λειτουργήματος» (βλ. και Γ.Δ Δέλλιο, «Το τεκμήριο υπαιτιότητας του παρέχοντος υπηρεσίες», Αρμ. 2004, 190).
ΙΙΙ. Σε σχέση με την αποκλειστική έννομη προστασία του άρθ. 73 ΕισΝΚΠολΔ, θέμα παραβίασης της αρχής της ισότητας δεν μπορεί να νοηθεί, ούτε είναι δόκιμη η συλλήβδην σύγκριση του δικηγόρου προς τους λοιπούς επαγγελματίες που παρέχουν υπηρεσίες, καθ’ όσον, κατά το άρθ. 38 του ισχύοντος Κώδικα Δικηγόρων, «Ο δικηγόρος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός δικαιούμενος σεβασμού και τιμής παρά των Δικαστηρίων και πάσης αρχής». Κατά δε την ορθή ερμηνεία της άνω διατάξεως, ο δικηγόρος θεωρείται συλλειτουργός κατά την απονομή της δικαιοσύνης και για το λόγο αυτόν επιβάλλεται η καθιέρωση ειδικών εγγυήσεων για τη διαφύλαξη του κύρους του, ανάλογη προς αυτή των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών ( άρθ. 99 του Συντάγματος).
Αντίθεση, επίσης, των ρυθμίσεων της διάταξης του άρθ. 73 ΕισΝΚΠολΔ προς το άρθ. 20 του Συντάγματος δεν υφίσταται, καθ’ όσον, ρητά διά των άνω διατάξεων του άρθ. 73 ΕισΝΚΠολΔ παρέχεται έννομη προστασία στον ζημιούμενο σύμφωνα με όσα ο νόμος ορίζει.
Μέχρι να αντικατασταθεί η διάταξη του άρθ. 73 ΕισΝΚΠολΔ με νομοθετική παρέμβαση, η επιδίωξη αποζημίωσης κατά δικηγόρου εκ μέρους του εντολέα του, ασκείται αποκλειστικά, στο πλαίσιο της παραπάνω ρύθμισης, για δόλο ή βαριά αμέλεια και με τη συνδρομή και των άλλων ουσιαστικών και δικονομικών προϋποθέσεων που τίθενται από τη διάταξη αυτή.