Η καταπολέμηση των διακρίσεων στον ενιαίο νομικό χώρο της ΕΕ
Ιωάννης Δ. Κουκιάδης
Καθηγητής Νομικής Α.Π.Θ.
Στις γνωστές οδηγίες της ΕΕ για την εξάλειψη κάθε διάκρισης εις βάρος των γυναικών προστέθηκαν δύο νέες οδηγίες που διευρύνουν τα κριτήρια απαγόρευσης διάκρισης. Με τον τρόπο αυτό η απαγόρευση των διακρίσεων αποκτά οικουμενικό χαρακτήρα και δίνεται στην παραδοσιακή θεωρία της ίσης μεταχείρισης νέο νομικό περιεχόμενο με υπερεθνική νομιμοποίηση, γεγονός που επιβάλλει επαναπροσδιορισμό της ερμηνείας των συνταγματικών διατάξεων και της Ελληνικής νομοθεσίας.
Η μία οδηγία, η οδηγία 2000/43 αφορά την αρχή της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως φυλετικής καταγωγής. Κανονικά θα έπρεπε ήδη να εφαρμόζεται από τις 19.7.2003. Η δεύτερη, υπ’ αριθμό 2000/78 οδηγία αφορά στην ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία με την εισαγωγή ως απαγορευμένα κριτήρια τις διακρίσεις λόγω θρησκείας, πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας, γενετήσιου προσανατολισμού. Αυτή επίσης έπρεπε ήδη να εφαρμόζεται από τις 2.12.2003.
Το γενικότερο ενδιαφέρον είναι ότι οι δύο αυτές οδηγίες της ΕΕ συμβάλλουν στην ανανέωση της θεωρίας για την ίση μεταχείριση. Έτσι κατά πρώτο λόγο οριοθετούν με ενιαίους ορισμούς τη διαφορά ανάμεσα στην άμεση και έμμεση διάκριση και εντάσσουν στην έννοια της διάκρισης και την παρενόχληση, γεγονός που προσδίδει αυξημένες ευθύνες σε όσους είναι υπεύθυνοι για το σεβασμό της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Ακόμη, στο δικονομικό πεδίο, προβλέπουν την ανατροπή του βάρους αποδείξεως, εφόσον προσκομίζονται περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται διάκριση, και νομιμοποιούν τη συλλογική αγωγή από τις ενώσεις, τις οργανώσεις ή άλλα νομικά πρόσωπα που έχουν έννομο συμφέρον στην τήρηση των διατάξεων που απαγορεύουν τις διακρίσεις. Όλες αυτές οι ρυθμίσεις εκ των πραγμάτων θα διεκδικήσουν γενικότερη εφαρμογή σε κάθε θέμα που αφορά στην παραβίαση της αρχής της ισότητας.
Εξάλλου, και οι δύο οδηγίες θεωρούν ότι η προστασία όλων των ατόμων από τις διακρίσεις αποτελεί οικουμενικό δικαίωμα. Με την ένταξη της απαγόρευσης διακρίσεων στα θεμελιώδη δικαιώματα, όχι μόνο περιορίζεται η δυνατότητα του νομοθέτη να θέτει εξαιρέσεις, αλλά ανοίγει ο δρόμος και για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης και στους αλλοδαπούς.
Βέβαια, οι οδηγίες ρητά αναφέρουν ότι δεν εφαρμόζονται στους υπηκόους τρίτων χωρών. Όμως με τις νέες οδηγίες και κανονισμούς που υιοθέτησε η ΕΕ για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, με τις οποίες ουσιαστικά η αρμοδιότητα για τον κύριο όγκο των θεμάτων που αφορούν τους μετανάστες μεταφέρθηκε από τα κράτη μέλη στην ΕΕ, στήνεται ουσιαστικά γέφυρα για την αποφυγή διακρίσεων και για τους αλλοδαπούς.
Πράγματι, τις νέες αυτές οδηγίες διατρέχει το πνεύμα είτε της αναγνώρισης ισοτίμων δικαιωμάτων είτε του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και για τους αλλοδαπούς εργαζόμενους, που επεκτείνεται μάλιστα και στα μέλη των οικογενειών των μεταναστών. Κατ’ αποτέλεσμα, για να αναφέρουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, η μέχρι σήμερα νομολογία που στερούσε από τους μετανάστες, που συνδέονται με άκυρη σύμβαση εργασίας, το δικαίωμα αποζημιώσεως για διαφυγόντα κέρδη σε περίπτωση αυτοκινητικού ατυχήματος, δεν μπορεί πλέον να σταθεί γιατί παραβιάζει το θεμελιώδες, δικαίωμα για αποκατάσταση της ζημίας.
Ο χώρος δεν επιτρέπει να επεκταθούμε στην εξέταση των επιμέρους νομικών προβλημάτων που θα προκύψουν κατά την εφαρμογή των οδηγιών αυτών. Περιοριζόμεθα μόνο να πούμε ότι το πεδίο εφαρμογής των οδηγιών επεκτείνεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, περιλαμβάνει κάθε είδος συμβατικών σχέσεων ή άλλων εννόμων σχέσεων, με βάση τις οποίες ασκείται μία δραστηριότητα, και καλύπτει και εξωσυμβατικές σχέσεις, όπως οι σχέσεις με φορείς κοινωνικής ασφάλισης, υγειονομικής περίθαλψης, κοινωνικών παροχών, εκπαίδευσης και παροχής γενικά αγαθών και υπηρεσιών που είναι διαθέσιμα στο κοινό, συμπεριλαμβανομένης και της στέγασης.
Τελικά, όσον αφορά στην απαγόρευση των διακρίσεων λόγω θρησκείας, ηλικίας, γενετήσιου προσανατολισμού, η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην αναθεώρηση των μέχρι σήμερα ισχυόντων περιορισμών. Βέβαια προβλέπονται ορισμένες εξαιρέσεις αλλά αυτές είναι επιτρεπτές, εφόσον τηρούνται οι αρχές του αναγκαίου και του αναλόγου.
Εξάλλου, ειδικά για τα άτομα με ειδικές ανάγκες στην παραδοσιακή μέχρι σήμερα νομοθεσία, που υποχρέωνε την πρόσληψή τους από τις επιχειρήσεις, προστίθεται η υποχρέωση των εργοδοτών να αναλαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, ώστε να μπορούν τα άτομα αυτά να έχουν πρόσβαση σε θέσεις εργασίας, να ασκούν τα καθήκοντά τους και να προάγονται στο επάγγελμά τους. Μόνος περιορισμός που τίθεται είναι να μη συνεπάγονται τα μέτρα αυτά δυσανάλογη επιβάρυνση για τον εργοδότη.
Το γενικό συμπέρασμα από το νέο αυτό δίκαιο είναι ότι δίνεται προτεραιότητα στην αναβάθμιση της ποιότητας των σχέσεων του πολίτη με τους φορείς, ιδιωτικούς ή δημόσιους, που για να έχει αποτελεσματική εφαρμογή προϋποθέτει ριζική αλλαγή των παραδοσιακών αντιλήψεων του νομοθέτη, των δικαστών και των ερμηνευτών του δικαίου. Αρκεί να αναφέρουμε τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στην πράξη τα άτομα λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, για να διαπιστωθεί ο δρόμος που έχουμε να διανύσουμε προκειμένου να εφαρμοσθεί σωστά ο νομικός πολιτισμός που εισάγουν οι οδηγίες αυτές.