H ποινική προστασία του περιβάλλοντος: Προβλήματα και προοπτικές

Έ. Συμεωνίδου-Καστανίδου
Καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου Α.Π.Θ.

Το περιβάλλον αναγνωρίστηκε ως αυτοτελές αντικείμενο προστασίας στο ποινικό μας δίκαιο μόλις στα μέσα της δεκαετίας του '80, με το ν. 1650/1986, 11 δηλαδή χρόνια μετά τη ρητή αναγνώρισή του ως συνταγματικά προστατευόμενου μεγέθους (άρθρο 24 Σ.). Ακόμη και τότε όμως ο νομοθέτης δεν έδειξε ότι επιθυμεί πραγματικά να του εξασφαλίσει μια αποτελεσματική ποινική προστασία. Είναι χαρακτηριστικό ότι ποτέ δεν ενέταξε την προστασία του στον Ποινικό μας Κώδικα, όπου προστατεύονται τα βασικά αγαθά κάθε κοινωνίας, σε αντίθεση λ.χ. με το Γερμανό νομοθέτη, ο οποίος ήδη από το 1980 συγκέντρωσε τις βασικές προσβολές του περιβάλλοντος σε ενιαίο κεφάλαιο μέσα στον Ποινικό Κώδικα, αναδεικνύοντας έτσι τη σημασία του έννομου αγαθού.



Από την άλλη πλευρά, και η ίδια η τυποποίηση παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα, που είναι και αυτά ενδεικτικά της στάσης του Έλληνα νομοθέτη. Ήδη για να εφαρμοστεί το άρθρο 28 του ν. 1650, όπου προβλέπονται οι ποινικές κυρώσεις, έπρεπε να εκδοθούν μια σειρά από νομοθετικά κείμενα και πράξεις της διοίκησης, με αποτέλεσμα, για πολλά χρόνια, ο κυρωτικός κανόνας να μην μπορεί ουσιαστικά να αξιοποιηθεί.



Ακόμη, άλλωστε, και σήμερα η σύνδεση του αξιοποίνου με τις
πράξεις της διοίκησης δυσχεραίνει σε σημαντικό βαθμό την εφαρμογή του ποινικού νόμου. Αξίζει να αναφερθεί, ως παράδειγμα, μια απόφαση του εφετείου Πατρών, με την οποία καταδικάσθηκε για ρύπανση του περιβάλλοντος ο ιδιοκτήτης επιχείρησης, ο οποίος με πρόθεση απέρριπτε στην κοίτη ποταμού στερεά και υγρά απόβλητα που προέρχονταν από τις εγκαταστάσεις της επιχείρησής του, με αποτέλεσμα, όπως κατά λέξη σημειώνεται στην απόφαση, «να ρυπαίνεται ο ποταμός και οι παρακείμενες καλλιέργειες, με αρνητικές συνέπειες για την υγεία των ζωντανών οργανισμών και να προκαλείται σοβαρή διαταραχή του οικοσυστήματος». Η απόφαση αναιρέθηκε εντούτοις από τον Άρειο Πάγο (ΑΠ 1777/03, ΠοινΧρ 2004, σ. 643), με την αιτιολογία ότι δεν διευκρίνιζε «ποια ήταν στη συγκεκριμένη περίπτωση τα ανώτατα όρια ρύπων και πώς καθορίστηκαν αυτά ούτε ποια ήταν η ποσότητα, συγκέντρωση ή η διάρκεια των ρυπογόνων ουσιών ώστε να κριθεί ότι ο κατηγορούμενος υπερέβη τα όρια αυτά, οπότε και μόνο μπορούν να προκληθούν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία». Με άλλα λόγια, οι αρνητικές για την υγεία των ζωντανών οργανισμών συνέπειες και η σοβαρή διαταραχή του οικοσυστήματος, που δέχτηκε ως αποδεδειγμένα αποτελέσματα της ρύπανσης το εφετείο, δεν κρίθηκαν επαρκή από τον Άρειο Πάγο, εφόσον δεν είχε επιβεβαιωθεί από τη διοίκηση ότι οι συγκεκριμένοι ρύποι ήταν πράγματι δυνατό να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία.

Βεβαίως θα μπορούσε στο σημείο αυτό να προβληθεί η αντίρρηση ότι τελικά κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα -και
κυρίως η λειτουργία επιχειρήσεων ή μεγάλων βιομηχανικών μονάδων- προκαλεί κάποιες προσβολές στο περιβάλλον. Η όποια προστασία του προϋποθέτει μια στάθμιση μεταξύ των προσβολών από τη μια πλευρά και της ανάγκης για τεχνολογική ανάπτυξη από την άλλη και η στάθμιση αυτή δεν μπορεί παρά να γίνεται από τη διοίκηση, η οποία και θα καθορίζει κάθε φορά τους όρους και τα όρια της προσβολής.



Αυτό είναι βέβαια σωστό, υπό δύο όμως προϋποθέσεις: (α) ότι οι κανόνες της διοίκησης θα είναι σαφείς και
συγκεκριμένοι και όχι δαιδαλώδεις, ασαφείς και πολύπλοκοι όπως είναι κατά βάση οι κανόνες του ελληνικού δικαίου, και (β) ότι πάντως οι κανόνες της διοίκησης, αποδίδοντας τη στάθμιση των συγκρουόμενων συμφερόντων, θα λειτουργούν ως λόγοι άρσης του αδίκου και όχι ως προϋποθέσεις θεμελίωσής του. Με άλλα λόγια, μια συμπεριφορά που προκαλεί σοβαρή διαταραχή του οικοσυστήματος ή έχει αρνητικές συνέπειες για τους ζωντανούς οργανισμούς, δεν μπορεί παρά να είναι κατ' αρχήν άδικη, εκτός αν προκύψει ότι υπήρχε σχετική άδεια για την τέλεσή της, οπότε και θα αρθεί ο άδικος χαρακτήρας της, εφόσον βέβαια η άδεια κριθεί νόμιμη.



Έτσι όμως ερχόμαστε στο δεύτερο πρόβλημα του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, που είναι ο τρόπος περιγραφής των αξιόποινων συμπεριφορών. Στο νόμο τυποποιούνται δύο τρόποι τέλεσης του εγκλήματος, η ρύπανση και η υποβάθμιση, οι οποίοι όμως όπως ορίζονται στον ίδιο το νόμο, δεν αποδίδουν με σαφήνεια το άδικο της αξιόποινης συμπεριφοράς. Ειδικότερα, ως ρύπανση ορίζεται η παρουσία ουσιών, θορύβου ή ενέργειας, σε τέτοια έκταση ώστε να μπορεί να καταστεί το περιβάλλον ακατάλληλο για τις επιθυμητές του χρήσεις, ενώ ενδεικτικά μόνον αναφέρονται ως πιθανές συνέπειες της ρύπανσης, η πρόκληση αρνητικών επιπτώσεων στην υγεία, στους ζωντανούς οργανισμούς και τα οικοσυστήματα, καθώς και οι υλικές ζημίες. Ωστόσο, το ποιες είναι οι επιθυμητές χρήσεις του περιβάλλοντος δεν προκύπτει από το νόμο. Το περιεχόμενό τους αντίθετα μπορεί να θεωρηθεί ότι προσδιορίζεται από τη διοίκηση, με τις πράξεις που εκδίδει, οπότε όμως οι πράξεις αυτές πλέον, και όχι ο κυρωτικός κανόνας, περιγράφουν το άδικο. Έτσι, ο κυρωτικός κανόνας παίρνει τη μορφή λευκού ποινικού νόμου, ο οποίος δεν φαίνεται να συμβιβάζεται με τις επιταγές του άρθρου 7 παρ. 1 του Συντάγματος. Ακόμη ευρύτερος είναι ο ορισμός της υποβάθμισης, καθώς σε αυτήν υπάγεται η πρόκληση οποιασδήποτε μεταβολής στο περιβάλλον, η οποία είναι πιθανόν να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικολογική ισορροπία, την ποιότητα ζωής και την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά και τις αισθητικές αξίες. Ωστόσο, ούτε η έννοια της «οικολογικής ισορροπίας» είναι εύκολο να προσδιοριστεί ούτε και το περιεχόμενο της «πολιτιστικής κληρονομιάς» ή των «αισθητικών αξιών» είναι κοινά αποδεκτό. Ούτε είναι βέβαιο ότι υπάρχουν κοινές αισθητικές αξίες.



Τέλος, η απειλούμενη ποινική κύρωση αποτελεί ένα επιπλέον σημαντικό πρόβλημα, συνυφασμένο με τα προηγούμενα. Η απειλούμενη ποινή για την πρόκληση με δόλο μιας ρύπανσης, ακόμη και αν από αυτή μπορεί να προκύψει κίνδυνος ανθρώπων ή άλλων ζωντανών οργανισμών, είναι φυλάκιση από 3 μήνες έως 2 χρόνια. Μια ποινή, δηλαδή, της οποίας η εκτέλεση αναστέλλεται υποχρεωτικά και η οποία σε κάθε περίπτωση μετατρέπεται υποχρεωτικά σε χρηματική. Με τον τρόπο αυτό φαίνεται να ενισχύεται και νομοθετικά η επικρατούσα ήδη αντίληψη: «ρυπαίνω και αν με πιάσουν, πληρώνω» ή διαφορετικά «πληρώνω για να ρυπαίνω». Και τούτο παρά το γεγονός ότι, την ίδια στιγμή, μια πράξη εμπρησμού ή δηλητηρίασης πηγών και τροφίμων, από την οποία μπορεί να προκύψει κίνδυνος ανθρώπου, τιμωρείται στον Ποινικό μας Κώδικα με κάθειρξη από 5 έως 20 χρόνια.



Με αυτά τα δεδομένα, είναι πραγματικά θετικό ότι ήδη εκκρεμεί προς ενσωμάτωση η Οδηγία 2008/99/ΕΚ, με την οποία επιχειρείται η ενοποίηση της ποινικής νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο ελληνικό δίκαιο είναι σημαντικές, προκειμένου (α) να αναγνωρισθεί το περιβάλλον ως θεμελιώδες κοινωνικό αγαθό, με την ένταξη της προστασίας του στον Ποινικό Κώδικα, (β) να περιγραφούν με σαφήνεια οι σοβαρές προσβολές του, ώστε να αναδεικνύεται ήδη από την περιγραφή ο ουσιαστικά άδικος χαρακτήρας τους, (γ) να προσδιοριστούν ποινές ανάλογες προς τη σημασία του έννομου αγαθού και τη βαρύτητα των προσβολών του, σύμφωνα με το σύστημα κυρώσεων που υιοθετεί το ποινικό μας δίκαιο και τέλος (δ) να καθοριστούν αποτελεσματικές και αποτρεπτικές κυρώσεις για τα νομικά πρόσωπα που εμπλέκονται σε πράξεις προσβολής του περιβάλλοντος.



Με τις επεμβάσεις αυτές μπορεί να βελτιωθεί σε σημαντικό βαθμό η ποινική νομοθεσία για την προστασία του περιβάλλοντος. Είναι όμως λάθος να πιστεύουμε ότι έτσι θα εξασφαλισθεί ταυτόχρονα και η αποτελεσματική προστασία του. Το ποινικό δίκαιο έχει ασφαλώς τη σημασία του, δεν θα πρέπει ωστόσο να υπερτιμάται η πραγματική του δυνατότητα να συμβάλει σε τομείς όπου τα οικονομικά συμφέροντα συναντούν την αδιαφορία ή την ευελιξία των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών. Κρίσιμη είναι η εφαρμογή και όχι μόνο η θέσπιση του ποινικού νόμου. Και η εφαρμογή προϋποθέτει πολιτική βούληση και κινητοποίηση μηχανισμών ελέγχου. Αν αυτά δεν υπάρχουν, τότε ο ποινικός νόμος θα συνεχίσει να λειτουργεί μόνο σε συμβολικό επίπεδο, για να μπορεί να τον επικαλείται κάθε κυβέρνηση ως απόδειξη του «ειλικρινούς» ενδιαφέροντός της για το περιβάλλον.
Ακολουθήστε μας στο Twitter Ακολουθήστε μας στο Facebook Ακολουθήστε μας στο LinkedIn

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved