Εθνική Σχολή Δικαστών: 15 χρόνια λειτουργίας. Αξιολόγηση και προοπτικές

Ιωάννης Μανωλεδάκης
Ομότ. Καθηγητής και Πρόεδρος της ΕΝΟΒΕ

Εισαγωγική ομιλία του Ομότιμου Καθηγητή και Προέδρου της ΕΝΟΒΕ, κ. Ι. Μανωλεδάκη, από την εκδήλωση της Εταρείας Νομικών Βορείου Ελλάδος, στις 12 Μαρτίου 2010, στη Θεσσαλονίκη.

Ησημερινή μας εκδήλωση είναι αφιερωμένη στη δικαστική εκπαίδευση, καθώς συμπληρώθηκαν ήδη δεκαπέντε χρόνια λειτουργίας της Εθνικής Σχολής Δικαστών. Θα συζητήσουμε για το έργο αυτής της Σχολής και τις προοπτικές της, τις θετικές, αλλά και τις αρνητικές κρίσεις που διατυπώθηκαν από το νομικό κόσμο της χώρας μας και ελπίζω να καταλήξουμε σε συμπεράσματα, τα οποία θα τεθούν υπόψη του Υπουργού Δικαιοσύνης ενόψει της σχεδιαζόμενης αλλαγής του νομικού πλαισίου λειτουργίας της Σχολής.

Η Εθνική Σχολή Δικαστών ιδρύθηκε με το ν. 2236/1994 επί υπουργού Γεωργίου Κουβελάκη, ο οποίος υπήρξε και ο εμπνευστής της. Έδρα της ορίστηκε η Θεσσαλονίκη. Γι' αυτό εκδηλώθηκε και η πρώτη αντίδραση εναντίον της από το αθηναϊκό κέντρο (πολιτικό, δικαστικό, πανεπιστημιακό). Με τη θερμή όμως συμπαράσταση του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης (πρόεδρος ο Γιώργος Ιγνατιάδης και γενικός γραμματέας ο Χάρης Βεργούλης) και της Νομικής Σχολής Θεσσαλονίκης, που πρόσφερε την πλήρη επιστημονική της στήριξη, αλλά και του αείμνηστου Στέφανου Ματθία, Προέδρου του Αρείου Πάγου, που δεν συντάχθηκε με τους αντιδρώντες συναδέλφους του, η Σχολή παρέμεινε στην πόλη μας. Ωστόσο, οι αντιδράσεις δεν σταμάτησαν, αν και σαφώς εξασθένησαν, και μέχρι σήμερα υπάρχουν, μεμονωμένες έστω, φωνές που ζητούν τη μετακίνηση της Σχολής στην Αθήνα.

Πριν δώσω το λόγο στους Εισηγητές της εκδήλωσης, θα ήθελα να πω δυο λόγια, καθώς υπήρξα από τους πρώτους που κλήθηκαν να στηρίξουν την προσπάθεια για τη λειτουργία της Εθνικής Σχολής Δικαστών, ως μέλος του Διοικητικού της Συμβουλίου και του Συμβουλίου Σπουδών (από την ίδρυσή της το 1994 ως το 2004) και ως καθηγητής, από το πρώτο έτος λειτουργίας της ως σήμερα.

Όταν κάνουμε κριτική στο έργο της Εθνικής Σχολής Δικαστών θα πρέπει να έχουμε υπόψη ως δεδομένο το ισχύον σύστημα Δικαιοσύνης στον τόπο μας και ενόψει αυτού να διατυπώνονται οι κρίσεις μας. Οι αδυναμίες του συστήματος και οι όποιες παρενέργειές τους, που εκδηλώνονται με κάποια, ίσως, ένταση τα τελευταία χρόνια, δεν πρέπει να αποδίδονται στη Σχολή. Ούτε σ' αυτήν οφείλονται μεμονωμένες περιπτώσεις υπεροψίας νέων δικαστών, οι οποίες υπήρχαν και πριν από την ίδρυση της Σχολής και υπάρχουν και μεταξύ των άλλων λειτουργών του Δικαίου, όπως οι δικηγόροι και οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι.

Το πρώτο ζητούμενο είναι αν χρειάζεται να υπάρχει Εθνική Σχολή Δικαστών. Αν ναι, το δεύτερο ζητούμενο είναι κατά πόσον αυτή ανταποκρίθηκε μέχρι σήμερα στις προσδοκίες μας.

Η δικαιοσύνη απονέμεται στη χώρα μας, με βάση το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους, από ένα σώμα που είναι διαρθρωμένο δημοσιοϋπαλληλικά (επτά βαθμίδες στην ιεραρχική κλίμακα, προαγωγές, μεταθέσεις, προϊστάμενοι - υφιστάμενοι). Αυτή η διάρθρωση ευνοεί την καλλιέργεια δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας στα μέλη του δικαστικού σώματος, που καλούνται ωστόσο να λειτουργήσουν ως ανεξάρτητοι κριτές όταν απονέμουν δικαιοσύνη (άρθρο 87 παρ. 1 και 2 Συντ.). Η ανεξαρτησία του δικαστή δεν νοείται, όμως, μόνο έναντι της εκτελεστικής εξουσίας. Ενόψει, ακριβώς, της ιεραρχικής διάρθρωσης του δικαστικού σώματος, αλλά και του θεσμού της εκλογής της ηγεσίας του από το Υπουργικό Συμβούλιο, δηλαδή από την κεφαλή της εκτελεστικής εξουσίας, η ανεξαρτησία του δικαστή νοείται και εντός του δικαστικού σώματος: απέναντι σε τυχόν «ιεραρχικές εντολές» που θα επιχειρούσαν να ποδηγετήσουν τη δικαστική του κρίση σε συγκεκριμένη υπόθεση.

Για να λειτουργήσει, όμως, πράγματι ο δικαστής ως ανεξάρτητος κατά την απονομή της δικαιοσύνης έναντι όλων, και εκτός, αλλά και εντός του δικαστικού σώματος, θα πρέπει να είναι άριστα καταρτισμένος επιστημονικά και να διαθέτει την απαραίτητη αυτοπεποίθηση. Η Σχολή Δικαστών συμβάλλει αποφασιστικά προς αυτή την κατεύθυνση. Πριν από την ίδρυσή της οι νεοδιοριζόμενοι δικαστές, με μόνα τα πανεπιστημιακά τους εφόδια και με το δέος του πρωτοείσακτου, άρχιζαν τη σταδιοδρομία τους κοντά στους αρχαιότερους σε σχέση μ' αυτούς δικαστές και υπό την πλήρη επιρροή τους. Αν τύχαινε να έχουν ένα φωτισμένο Πρόεδρο Πρωτοδικών, θα λειτουργούσε αυτός ως δάσκαλος και σωστός καθοδηγητής τους, που ωστόσο ήταν (κατ' ανάγκη) και ο υπηρεσιακός προϊστάμενός τους. Με τη Σχολή Δικαστών οι νέοι μελλοντικοί δικαστές μας καταρτίζονται επιστημονικά (πέρα από την πανεπιστημιακή τους κατάρτιση) από καθηγητές (δικαστές και πανεπιστημιακούς δασκάλους) οι οποίοι δεν είναι υπηρεσιακοί τους προϊστάμενοι. Επί ενάμιση χρόνο διδάσκονται νομική θεωρία και δικαστική πράξη, αλλά και δικαστικό ήθος και σθένος. Αυτά είναι τα βασικά και απαραίτητα εφόδια της δικαστικής ανεξαρτησίας τους. Όσο πιο καταρτισμένος είναι ο δικαστής, τόσο πιο ανεξάρτητα μπορεί να λειτουργήσει, αφού δεν προσφέρει αδύνατο σημείο για ποδηγέτηση.

Ποιοι λοιπόν μπορεί να αντιμάχονται την ύπαρξη της Εθνικής Σχολής Δικαστών; Προφανώς εκείνοι που δεν επιθυμούν την ανεξαρτησία του δικαστή. Εκείνοι που εκτός και εντός του δικαστικού σώματος θα ήθελαν να ποδηγετήσουν το νέο δικαστή. Είτε είναι κάποιοι πολιτικοί (που υποκριτικά μόνο μιλούν για ανεξαρτησία της δικαιοσύνης) είτε είναι κάποιοι παλιοί δικαστές, που ενοχλούνται από την επιστημονική υπεροχή των νεοτέρων είτε, βέβαια, και κάποιοι δικηγόροι (ιδίως μεταξύ των λεγόμενων «μεγαλοδικηγόρων»), που θέλουν δικαστές «του χεριού τους». Ορισμένοι, μάλιστα, την αυτοπεποίθηση και την επιστημονική σιγουριά του νέου δικαστή την εκλαμβάνουν ως υπεροψία!

Ως προς το δεύτερο ζητούμενο, αν δηλαδή η Εθνική Σχολή Δικαστών ανταποκρίθηκε μέχρι σήμερα στις προσδοκίες των ιδρυτών της, η δική μου απάντηση θα ήταν σε γενικές γραμμές θετική. Ασφαλώς έγιναν λάθη και παραλείψεις, πειραματισμοί ή εσφαλμένοι χειρισμοί, όπως σε κάθε ανθρώπινη προσπάθεια στο ξεκίνημα μιας μακρόπνοης θεσμικής λειτουργίας. Ιδίως σε ό,τι αφορά την επιστημονική κατάρτιση των νέων δικαστών, το αποτέλεσμα είναι σαφώς θετικό. Εξάλλου, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι η Σχολή Δικαστών δεν λειτουργεί «σε κενό αέρος», αλλά μέσα στην ελληνική κοινωνία, δεχόμενη κατ' ανάγκην και τα αρνητικά χαρακτηριστικά της. Η γενική νοοτροπία ανοχής και η δυσκολία απόρριψης της ηθικής παρέκκλισης εμφανίζονται και στις τελικές αξιολογήσεις των υποψηφίων δικαστών εντός της Σχολής. Κάποιοι, λοιπόν, θα «ξεφύγουν» από τα επιθυμητά πλαίσια των στόχων. Αυτοί όμως, ως εξαίρεση, δεν ανατρέπουν, αλλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

Συμπερασματικά, θα πρέπει να πούμε ότι η Εθνική Σχολή Δικαστών αξίζει την προσοχή και τη συμπαράσταση της Πολιτείας και όλου του νομικού κόσμου της χώρας. Στο μέτρο που συμβάλλει, όπως ειπώθηκε πιο πάνω, στη διάπλαση δικαστών με ανεξάρτητο φρόνημα (και η ανεξαρτησία του δικαστή αποτελεί θεμελιώδες αίτημα του κράτους δικαίου), η καλή λειτουργία και η αποτελεσματικότητα αυτής της Σχολής είναι ζωτικής σημασίας για το νομικό μας πολιτισμό.



Ακολουθήστε μας στο Twitter Ακολουθήστε μας στο Facebook Ακολουθήστε μας στο LinkedIn

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved