Αναθεώρηση του Συντάγματος
Δημήτριος Κυριτσάκης
Πρόδερος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων
Στις 10 Νοεμβρίου 2006 η Εταιρεία Νομικών Βορείου Ελλάδος, πραγματοποίησε εκδήλωση στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο της Θεσσαλονίκης υπό την Προεδρία του Προέδρου κ. Ιωάννη Μανωλεδάκη με θέμα την επικείμενη Αναθεώρηση του Συντάγματος σε Θέματα Δικαιοσύνης. Στην κατάμεστη από νέους, κυρίως, νομικούς αίθουσα του Επιμελητηρίου, εισηγήσεις ανέπτυξαν ο πρόεδρος της ΄Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων κ. Δημήτριος Κυριτσάκης, Aντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, οι καθηγητές Συνταγματικού δικαίου της Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ.κ. Αντώνιος Μανιτάκης και Κωνσταντίνος Χρυσόγονος και ο δικηγόρος κ. Κωνσταντίνος Χορομίδης. Οι εισηγήσεις για Συνταγματικό ή όχι Δικαστήριο, για τον τρόπο επιλογής της Ηγεσίας της Δικαιοσύνης αλλά και άλλες προτάσεις που διατυπώθηκαν από τους κ.κ. εισηγητές συζητήθηκαν ευρέως από τους παρευρισκόμενους στην εκδήλωση.
Οι εισηγήσεις, θα δημοσιευθούν προσεχώς σε ειδικό τεύχος της Ε.ΝΟ.Β.Ε. Εδώ δημοσιεύονται, λόγω του περιορισμένου χώρου, οι βασικές σκέψεις του κ. Κυριτσάκη.
1. Παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας σε εύλογο χρόνο (άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος) βρίσκει κατ'αρχήν σύμφωνους τους δικαστές. Με μία μόνον επιφύλαξη. Να μη οδηγήσει τελικά σε εφησυχασμό τους εκάστοτε κυβερνώντες, με τη σκέψη, ότι, αφού παρέχουν στους πολίτες τη δυνατότητα προσωρινής δικαστικής προστασίας σε σύντομο χρόνο, εξαντλείται η βασική υποχρέωση της πολιτείας να εξασφαλίζει με το ανάλογο στελεχιακό δυναμικό σε δικαστές και γραμματείς, αλλά και την αναγκαία υλικοτεχνική υποδομή, την πλήρη δυνατότητα για ευχερή και σύντομη πρόσβαση στην τακτική δίκη.
2. Θέσπιση Συνταγματικού Δικαστηρίου και εμπλουτισμός του διάχυτου ελέγχου συνταγματικότητας με στοιχεία συγκεντρωτικού ελέγχου. Ο «διάχυτος» δικαστικός έλεγχος, όπως ισχύει σήμερα (άρθρ. 93 παρ. 4 και 101 παρ.1ε Συντάγματος), επιβάλλεται και, πρέπει, να διατηρηθεί, αφού αυτό αποτελεί, ιστορικό και ουσιαστικώς ορθό επίτευγμα της δημοκρατίας και ειδικότερη έκφραση και εφαρμογή της ιεραρχίας των κανόνων του δικαίου, ουσιαστικό στοιχείο της λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών και εν τέλει θεμελιώδη εγγύηση του κράτους δικαίου. Όπως έχει αποκρυσταλλωθεί στη συνείδηση των νομικών και όσων από τους πολίτες έχουν γνώση του θέματος, ο διάχυτος έλεγχος αποτελεί το στολίδι της νομολογίας και της ελληνικής έννομης τάξης και συναρτάται απόλυτα με το δεδικασμένο. Συμβάλλει, επίσης, καθοριστικά σε μια λιγότερο αυταρχική εκ των άνω απονομή δικαιοσύνης, ενώ είναι αυτονόητος και απόλυτα εναρμονισμένος με το άρθρο 26 του Συντάγματος που θεσπίζει τη θεμελιώδη αρχή της διακρίσεως των εξουσιών. Οι Ολομέλειες των οικείων Δικαστηρίων Συμβουλίου Επικρατείας και Αρείου Πάγου ανταποκρίνονται, επιτυχώς μέχρι σήμερα, στην αρμοδιότητά τους να αποφαίνονται αμετακλήτως για το αν συγκεκριμένος τυπικός νόμος είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα ή όχι, την δε τυχόν διαφωνία τους επιλύει οριστικά το υφιστάμενο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 του Συντάγματος, η σύνθεση του οποίου γι' αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να διευρυνθεί, για να καλύψει άλλες τυχόν ανάγκες της νέας πραγματικότητας. Μόνο το επιχείρημα των όσων ισχύουν σε άλλες συγγενείς, λόγω Ευρωπαϊκής Ένωσης, χώρες (Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία κ.ά.) δεν είναι καθοριστικό, αφού τα δεδομένα είναι τελείως διαφορετικά από ό,τι σ' εμάς, καθώς και ότι έναν επιτυχημένο θεσμό δεν τον υποκαθιστάς με ένα ξένο πρότυπο που δεν προσιδιάζει στα ελληνικά νομικά δρώμενα.
3. Αστική ευθύνη των δικαστικών λειτουργών (αγωγή κακοδικίας). Το ισχύον σήμερα καθεστώς που καθιερώνει την αποκλειστική προσωπική αστική ευθύνη του δικαστικού λειτουργού και το ανεύθυνο του Κράτους (Δημοσίου) για τις ζημίες των διαδίκων από τυχόν παράνομες πράξεις ή παραλείψεις ή από την αρνησιδικία των τελευταίων για υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού τους έργου απονεκρώθηκε στην πράξη και πάντως αποδείχθηκε αλυσιτελές και αναχρονιστικό. Προτείνεται:
α. Να καθιερωθεί αστική ευθύνη του Δημοσίου, όπως ορίζεται στο άρθρο 105 Εισ. ΑΚ για ζημίες οφειλόμενες σε δόλο ή βαριά αμέλεια ή αρνησιδικία των δικαστικών λειτουργών.
β. Να χωρεί αναγωγή του Δημοσίου κατά του δικαστικού λειτουργού, όταν η ζημία οφείλεται σε δόλο του τελευταίου, όπως ήταν η πρόταση της Εταιρείας Δικαστικών Μελετών.
4. Σύσταση ανεξάρτητης Διακομματικής Επιτροπής στη Βουλή για το μισθολόγιο των εν ενεργεία και συντάξει δικαστών. Την πρόταση αυτή που έχει διατυπωθεί από μέρους όλων των Δικαστικών Ενώσεων, πρέπει να υιοθετήσουν τα κόμματα, ώστε να εκλείψουν οι μομφές κατά των δικαστών, όπως αυτές είδαν το φως της δημοσιότητας με αφορμή την απόφαση 13/2006 του Δικαστηρίου των αγωγών Κακοδικίας. Ειδικότερα, προτείνεται να θεσμοθετηθεί συνταγματικά μια ανεξάρτητη διακομματική επιτροπή που θα λειτουργεί σε μόνιμη βάση στη Βουλή, η οποία σε τακτά διαστήματα (έτος ή διετία) θα προσδιορίζει, με βάση κριτήρια αντικειμενικά, τις αποδοχές και συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και θα υποβάλλει προτάσεις για τη διαμόρφωση του μισθολογίου, ανάλογα με τις πληθωριστικές τάσεις και το κόστος ζωής, δεσμευτικές για την εκάστοτε Κυβέρνηση, όπως ισχύει σε νομοθεσίες άλλων χωρών και αποτελούν πρόοδο και θωράκιση της Δικαιοσύνης
5. Επιλογή της «Ηγεσίας» στη Δικαιοσύνη, προέδρων, αντιπροέδρων των Ανωτάτων δικαστηρίων και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (άρθρ. 99 παρ. 5 του Συντάγματος). Για το ακανθώδες αυτό ζήτημα επιβάλλεται, χωρίς καμιά επιφύλαξη, να αναθεωρηθούν οι συνταγματικές διατάξεις που αναφέρονται στο κεφάλαιο επιλογής της «Ηγεσίας» της Δικαιοσύνης. Δηλώσεις του τύπου «δεν επεμβαίνουμε στην ανεξάρτητη δικαιοσύνη», που αποτελεί μόνιμη επωδό, στις διακηρύξεις της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, που συχνά-πυκνά, προσφεύγει στη Δικαιοσύνη για να αποφύγει το δικό της πολιτικό κόστος, ιδιαίτερα σε θέματα εργασιακά και συνδικαλιστικά, θα ηχεί παράταιρα, για όσο χρόνο η εκτελεστική εξουσία θα διατηρεί το δικαίωμα να επιλέγει τα Προεδρεία στα Ανώτατα Δικαστήρια να επεμβαίνει σε θέματα διοίκησης της Δικαιοσύνης. Η ύπαρξη μιας ισχυρής με δυναμικότητα και κύρος δικαστικής ελέγχουσας λειτουργίας, οπωσδήποτε, είναι προς όφελος αυτής ταύτης της δημοκρατίας, η οποία θέλει τις τρεις λειτουργίες σε ισοτιμία και αμοιβαίο σεβασμό.
Από τις επί μέρους απόψεις για την ανάδειξη της «Ηγεσίας των Δικαστηρίων» προτείνεται η επιλογή των πιο πάνω προσώπων να γίνεται, όχι από το Υπουργικό Συμβούλιο, όπως μέχρι σήμερα ισχύει, αλλά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ειδικότερα, προκειμένου για τους Προέδρους, η επιλογή να γίνεται μόνο μεταξύ των Αντιπροέδρων και προκειμένου για τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, μεταξύ των Αντιπροέδρων και Αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου, για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο της τετραετίας, όπως σήμερα ισχύει, και των Αντιπροέδρων από τους αρχαιότερους Αρεοπαγίτες, με τριετή παραμονή στο βαθμό του Αρεοπαγίτη, αλλά χωρίς γι’ αυτούς χρονικό περιορισμό. Και αυτό διότι ο ρόλος των Αντιπροέδρων, μετά τη σημαντική αύξηση του αριθμού κατά την τελευταία εικοσαετία, δεν περιορίζεται πλέον στην αναπλήρωση μόνο του Προέδρου σε περίπτωση κωλύματος, αλλά αναλίσκεται στη διεύθυνση τμημάτων του οικείου δικαστηρίου, ως ενδιάμεσο τμήμα της οργανωτικής διάρθρωσης του Δικαστηρίου. Επομένως, η παραμονή τους μέχρι τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας είναι αναγκαία και επιβεβλημένη, η δε πρόταση του κυβερνώντος κόμματος να περιορίζεται η θητεία των Αντιπροέδρων μέχρι τα έξι χρόνια δεν βρίσκει σύμφωνους τους δικαστές, διότι η παραμονή άξιων Αντιπροέδρων στα τμήματα ασκεί και ρόλο παιδευτικό στην αναιρετική διαδικασία, ιδίως για τους νεότερους.