H παθολογία της συνταγματικής αναθεώρησης
Φαίδων Κοζύρης
Ομότιμος Καθηγητής Α.Π.Θ.
Στις 5 Μαΐου η Ε.ΝΟ.Β.Ε. διοργάνωσε μια πολύ ζωντανή και ενημερωτική εκδήλωση για το θέμα με διακεκριμένους εισηγητές τους Π. Παυλόπουλο, Ε. Βενιζέλο και Γ. Παπαδημητρίου, υποσχόμενη μάλιστα και δύο ακόμη συνέχειες πάνω στα επιμέρους ζητήματα. Έγιναν σύντομες αναφορές στα μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια, στις απαλλοτριώσεις, στην προστασία των ξένων επενδύσεων κλπ. και βέβαια δημιουργήθηκε κάποια ένταση για τις παλινωδίες σχετικά με το «βασικό μέτοχο». Ο κ. Παπαδημητρίου τόνισε ότι η Ελλάδα, η οποία συμμετέχει ισότιμα στις διαδικασίες της ΕΕ, δεν μπορεί να αγνοεί το κοινοτικό κατεστημένο με διάφορες προφάσεις, ενώ ο κ. Παυλόπουλος οχυρώθηκε πίσω από την υποχρέωση προστασίας του Συντάγματος, ενόψει και της ασάφειας του κοινοτικού καθεστώτος, αλλά σε διάλογο με την ΕΕ, αποφεύγοντας όμως να διευκρινίσει ποιος θα έχει την τελευταία λέξη. Ο κ. Βενιζέλος παρουσίασε την ευρηματική άποψη ότι οι ελληνικές θέσεις μπορούν να στηριχθούν στη συμφωνία του δευτερογενούς με το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο. Τους ομιλητές απασχόλησε και η δικαιοσύνη, τόσο ο ρόλος της κυβέρνησης σχετικά με την ανεξαρτησία της όσο και τα φαινόμενα διαφθοράς, και διατυπώθηκε η μάλλον φρούδα ελπίδα ότι η Σχολή Δικαστών θα μπορούσε να εμφυτεύσει αρκετό ήθος και ευσυνειδησία. Έγινε και κάποια αναφορά στην ιδέα διορισμού των δικαστών όχι με δημοσιοϋπαλληλικά κριτήρια αλλά με βάση μακρά εμπειρία ως δικηγόροι ή νομικοί. Τέλος, η ιδέα του Συνταγματικού Δικαστηρίου φαίνεται ότι τυγχάνει γενικότερης αποδοχής, αλλά όχι αλλαγές στο προεδρικό καθεστώς ή στη σύνθεση ή θητεία της Βουλής.
Ένα θέμα που δεν συζητήθηκε αρκετά είναι το γιατί να χρειαζόμαστε κάθε τρεις και λίγο αναθεώρηση, με όλες τις σπατάλες προσπάθειας και εξόδων και τις αβεβαιότητες που συνεπάγεται. Ο κ. Βενιζέλος έπλεξε το εγκώμιο της Αναθεώρησης του 2001, λέγοντας ότι «κατέληξε σε ένα σχεδόν τέλειο κείμενο». Τι άλλαξε λοιπόν μέσα σε πέντε χρόνια ώστε να απαιτείται πάλι από την αρχή; Ο κ. Παυλόπουλος έμμεσα προβληματίστηκε με το ότι ίσως το Σύνταγμά μας είναι πολύ λεπτομερές, ενώ ο κ. Βενιζέλος κατέκρινε την ιδέα ενός λακωνικού Συντάγματος.
Εάν συμφωνούμε ότι το Σύνταγμα είναι ο Καταστατικός μας Χάρτης, ο οποίος περιέχει τις βασικές, τις θεμελιώδεις δομές τις Πολιτείας και τα δικαιώματα του Πολίτη, δεν δικαιολογείται το παραγέμισμά του με τόσες λεπτομέρειες και επιμέρους ρυθμίσεις σαν σε Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, έστω και αν αυτό ακολουθεί το μοντέλο αρκετών ευρωπαϊκών χωρών. Απαιτείται ριζικό κλάδεμα και ελάφρυνση, και η εξειδίκευση να γίνεται με νομοθετικά μέτρα υπό διάχυτο δικαστικό έλεγχο. Ο κ. Παπαδημητρίου κατέκρινε τη βεβαρημένη διαδικασία αναθεώρησης από δύο Βουλές, χωρίς μάλιστα να υπάρχει συνέχεια από τη μία στην άλλη, ενώ ο κ. Βενιζέλος τόνισε ότι συνάδει με την ιδέα της ωρίμανσης και συναίνεσης. Η σωστότερη λύση θα ήταν να περιοριστεί το Σύνταγμα στα θεμελιώδη και απαραίτητα, και να θεσμοθετηθεί η ιδέα των βασικών νόμων ή νόμων-πλαισίων, όπου θα μπουν οι λεπτομέρειες, και οι οποίοι θα μπορούν να τροποποιούνται με αυξημένη πλειοψηφία από μια Βουλή, κατά την πρόταση του κ. Παπαδημητρίου. Το ίδιο το Σύνταγμα όμως, μετά την πάροδο των γενεών, θα χρειάζεται για αναθεώρηση μια δύσκολη διαδικασία περίσκεψης και συναίνεσης. Νομίζω ότι μια τέτοια θεσμική-διαδικαστική αλλαγή θα μπορούσε να ενταχθεί στην παρούσα φάση της αναθεώρησης.