Zητήματα αποζημίωσης στην ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις

Αναστάσιος Βαλτούδης
Λέκτορας Νομικής Α.Π.Θ., Δικηγόρος

Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων η παροχή αναληθών πληροφοριών ή η απόκρυψη ουσιωδών περιστατικών για την υπό σύναψη σύμβαση συνιστούν παράνομη και, κατά κανόνα, υπαίτια συμπεριφορά (βλ. ΑΚ 197), που υποχρεώνουν σε αποζημίωση κατά την ΑΚ 198 § 1. Με την αποζημίωση ο ζημιωθείς περιάγεται στην υποθετική κατάσταση που θα βρισκόταν, αν το άλλο μέρος δεν είχε παρανομήσει. άρα στην υποθετική κατάσταση που θα βρισκόταν ο ζημιωθείς, αν γνώριζε την πραγματικότητα. Ποια είναι όμως αυτή η υποθετική κατάσταση, αν ο ζημιωθείς έχει καταρτίσει τη σύμβαση υπό καθεστώς προσυμβατικής παραπλάνησης, δόλιας ή αμελούς; Δύο είναι τα ενδεχόμενα: Αν ο ζημιωθείς γνώριζε την πραγματικότητα είτε 1ον) θα απείχε από τη σύναψη της σύμβασης είτε 2ον) θα την είχε καταρτίσει με μειωμένη αντιπαροχή. Και στις δύο περιπτώσεις η ίδια η σύναψη της σύμβασης με το συγκεκριμένο περιεχόμενο θεωρείται ζημία και μάλιστα, κατά κανόνα, περιουσιακή. Ο συμβαλλόμενος ζημιώνεται, διότι υποχρεώνεται να εκπληρώσει μια αντιπαροχή, την οποία δεν θα συνομολογούσε ή δεν θα συνομολογούσε στην ίδια έκταση, αν δεν είχε προηγηθεί η παραπλάνηση από το άλλο μέρος.
Όσον αφορά το 1ο ενδεχόμενο: Ο ζημιωθείς χρειάζεται να αποδείξει, ότι χωρίς το προσυμβατικό πταίσμα του άλλου μέρους θα απείχε πλήρως από τη σύναψη της σύμβασης. Αν, για παράδειγμα, ο αγοραστής μετοχών Ανώνυμης Εταιρίας, γνώριζε τη δυσμενή οικονομική κατάσταση της επιχείρησης, την οποία απέκρυψε ή αδικαιολόγητα αγνόησε ο πωλητής, τότε ο αγοραστής δεν θα αγόραζε τις μετοχές της εταιρίας. Σε αυτή την περίπτωση διακρίνουμε: Αν το τίμημα έχει ήδη καταβληθεί, ο αγοραστής δικαιούται να απαιτήσει την επιστροφή του τιμήματος έναντι απόδοσης των μετοχών. Αν το τίμημα δεν καταβλήθηκε, ο αγοραστής δικαιούται να αρνηθεί την καταβολή του τιμήματος, με το επιχείρημα ότι το αίτημα του πωλητή είναι καταχρηστικό. Η κατάχρηση συνίσταται στο ότι ο πωλητής απαιτεί την εκπλήρωση μιας παροχής, την οποία, αμέσως μετά την εκπλήρωση, θα υποχρεωθεί να την επιστρέψει ως ζημία στον αγοραστή. Η αποκατάσταση της ζημίας είναι αυτούσια (in natura) και, στην πραγματικότητα, επιτελεί λειτουργία εκκαθάρισης της σύμβασης. Μάλιστα, σωρευτικά με την αυτούσια αποκατάσταση, ο ζημιωθείς δικαιούται και χρηματική αποζημίωση για τις ζημίες, που δεν αποκαθιστά η επιστροφή των παροχών (έξοδα σύναψης της σύμβασης, ανώφελες επενδύσεις, διαφυγόντα κέρδη από την απόκρουση σύναψης άλλων επικερδών δικαιοπραξιών).
Η πρακτική σημασία της παραπάνω αποζημίωσης είναι ιδιαίτερα σημαντική. Επιγραμματικά επισημαίνεται ότι: 1ον) Ο ζημιωθείς αποδεσμεύεται εκ του αποτελέσματος από μια «ανεπιθύμητη» για τα συμφέροντά του σύμβαση, έστω και αν η παραπλάνηση οφείλεται στην αμέλεια του άλλου μέρους, και όχι σε δόλο (οπότε θα επιτρεπόταν η ακύρωση λόγω απάτης, με τις δυσχέρειες όμως που χαρακτηρίζουν την απόδειξη του δόλου). Και 2ον) Ο ζημιωθείς αποδεσμεύεται, έστω και αν οι πεπλανημένες προσδοκίες του δεν καταστούν περιεχόμενο της σύμβασης (οπότε θα εφαρμόζονταν ευχερέστερα οι διατάξεις για την ανώμαλη εξέλιξη των ενοχών). Η μη ένταξη των πεπλανημένων προσδοκιών στο περιεχόμενο της σύμβασης συναντάται ιδίως στις συμβάσεις με εξατομικευμένα περιουσιακά αντικείμενα, για τις ιδιότητες των οποίων δεν υπήρξε συμφωνία των μερών (λ.χ. επιχειρήσεις, μετοχές ή μερίδια εταιριών, πακέτα Franchising, πακέτα τεχνογνωσίας σε συμβάσεις Management, δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας κ.ο.κ.).
Για παράδειγμα: Μετά την πώληση μιας επιχείρησης ο αγοραστής διαπιστώνει ότι η επιχορήγηση ή η ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση, που συνδέονταν, κατά τις πληροφορίες του πωλητή, με την κτήση της επιχείρησης, δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Ή διαπιστώνει ότι κάποιο από τα διευθυντικά στελέχη της επιχείρησης είναι αναξιόπιστο ή ότι μερικά από τα μηχανήματα της παραγωγικής διαδικασίας της επιχείρησης είναι ελαττωματικά. Ελλείψει διαφορετικής ρητής συμφωνίας, η επιχείρηση σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις δεν θεωρείται ελαττωματική, αν δεν θίγει -όπως κατά κανόνα- την εισοδηματική αξία της επιχείρησης. Κατά συνέπεια, ο αγοραστής δεν δικαιούται να υπαναχωρήσει (κατά την ΑΚ 540 § 1 αριθμ. 3). Δικαιούται όμως, κατ' αποτέλεσμα, να αποδεσμευτεί από τη σύμβαση μέσω της αυτούσιας αποκατάστασης του αρνητικού διαφέροντος· υπό τον όρο βέβαια ότι θα αποδείξει το προσυμβατικό πταίσμα του πωλητή, καθώς και ότι ο ίδιος θα απείχε από τη σύναψη της σύμβασης, αν γνώριζε την πραγματικότητα.
Το ίδιο ισχύει και με τον επενδυτή μετοχών, που ενημερώνεται ατελώς για την πραγματική αξία των μετοχών από το ενημερωτικό δελτίο του αναδόχου έκδοσης κινητών αξιών. Εδώ, ο επενδυτής δικαιούται αποζημίωση, in natura και χρηματική, βάσει των άρθρων 197 και 198 Αστικού Κώδικα, που εφαρμόζονται συμπληρωματικά προς τα ειδικά νομοθετήματα για την ευθύνη του αναδόχου έκδοσης κινητών αξιών.Την αυτούσια αποκατάσταση του αρνητικού διαφέροντος άλλοτε θα την οφείλει μόνον ο ανάδοχος, όταν, κατ' εξαίρεση, αγοράζει τους εκδιδόμενους τίτλους για να τους μεταπωλήσει στο κοινό (περίπτωση «σταθερής αναδοχής», «firm-commitment underwriting»), και άλλοτε θα την οφείλει μόνον ο ίδιος ο εκδότης, όταν -όπως κατά κανόνα- ο ανάδοχος διαμεσολαβεί ως άμεσος αντιπρόσωπος του εκδότη στη διαδικασία πώλησης των τίτλων (περίπτωση «εγγυητικής αναδοχής» με τη μορφή άλλοτε του «best-efforts underwriting» και άλλοτε του «stand-by underwriting»). Στην τελευταία περίπτωση, της «εγγυητικής αναδοχής», το αυτοτελές προσυμβατικό πταίσμα του αναδόχου -το οποίο ανάγεται στη διάψευση της ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, που επιδεικνύει δικαιολογημένα ο επενδυτής στον φερέγγυο και αξιόπιστο ανάδοχο- καταλογίζεται στον εκδότη αντικειμενικά, με βάση, μάλλον, την αναλογική εφαρμογή της ΑΚ 334. Στη χρηματική αποκατάσταση του αρνητικού διαφέροντος ευθύνονται εις ολόκληρον τόσο ο εκδότης όσο και ο ανάδοχος (περίπτωση παράλληλης ευθύνης). Αντίθετα, στην αυτούσια αποκατάσταση του αρνητικού διαφέροντος, που συνεπάγεται την επιστροφή των τίτλων στον εναγόμενο, ευθύνεται μόνον ο εκδότης, και όχι ασφαλώς ο ανάδοχος, στον οποίο δεν ανήκαν ποτέ οι τίτλοι (πρβλ. ΑΚ 297 εδ. β΄).
Αν η επιστροφή της παροχής δεν συνάδει με τα οικονομικά συμφέροντα του ζημιωθέντος ή αν η μειωμένη σοβαρότητα του προσυμβατικού πταίσματος δεν δικαιολογεί αιτιωδώς την αποχή του ζημιωθέντος από τη σύναψη της σύμβασης, απομένει το δεύτερο ενδεχόμενο της in natura αποζημίωσης, δηλαδή αυτό της μειωμένης αντιπαροχής. Αν λ.χ. ο αγοραστής των μετοχών μιας Ανώνυμης Εταιρίας γνώριζε τη δυσμενή οικονομική κατάσταση της επιχείρησης, θα συνομολογούσε μικρότερο τίμημα (η διαφορά έως το πράγματι συνομολογηθέν τίμημα αποτελεί στην πραγματικότητα κονδύλιο διαφυγόντος κέρδους). Η επιδίκαση του κονδυλίου αυτού όμως προϋποθέτει τη δυσχερέστατη απόδειξη ότι όχι μόνον ο ζημιωθείς αλλά και ο ίδιος ο ζημιώσας, θα συμφωνούσαν χωρίς την παραπλάνηση στο ευνοϊκότερο τίμημα, και γενικότερα στην ευνοϊκότερη αντιπαροχή. Την αποδεικτική δυσχέρεια του ζημιωθέντος φαίνεται ότι προϋπέθεσε ως δεδομένη ο έλληνας νομοθέτης στο προεδρικό διάταγμα 350/1985 για την ευθύνη του αναδόχου έκδοσης κινητών αξιών. Με το άρθρο 3α § 2 επέβαλε στον ανάδοχο ειδική ευθύνη σε αποζημίωση (όχι για το διαφυγόν κέρδος αλλά) μόνο για τη θετική ζημία, που υφίσταται ο επενδυτής από τη χρηματιστηριακή πώληση των μετοχών, δηλαδή μόνο για τη διαφορά μεταξύ της (μεγαλύτερης) τιμής κτήσης και της (χαμηλότερης) τιμής, στην οποία εκποιήθηκαν χρηματιστηριακά οι μετοχές. Η αδυναμία του ζημιωθέντος να αποδείξει τη συναίνεση του ζημιώσαντος στη μειωμένη αντιπαροχή τον περιορίζει, μεταξύ άλλων, στο δικαίωμα της χρηματικής αποκατάστασης του αρνητικού διαφέροντος. Αυτό συμφέρει τον ζημιωθέντα, όταν το αρνητικό διαφέρον (λ.χ. οι ανώφελες επενδύσεις του αγοραστή μιας επιχείρησης) υπερβαίνει το ύψος του θετικού.
Ακολουθήστε μας στο Twitter Ακολουθήστε μας στο Facebook Ακολουθήστε μας στο LinkedIn

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved