Σύγχρονα ζητήματα αποδείξεως στην πολιτική δίκη - Οι ένορκες βεβαιώσεις στην τακτική και τις ειδικές διαδικασίες
Ιωάννης Τέντες
Πρόεδρος Εφετών, Δ.Ν.
Ι. Με τις τροποποιήσεις του Κ.Πολ.Δ. με τον Ν. 2915/2001, η σημασία των ενόρκων βεβαιώσεων, ενός αποδεικτικού μέσου που έχει δεχθεί κριτική για τη μειωμένη αξιοπιστία του, αυξήθηκε.
II. O μεγάλος νεωτερισμός των νέων διατάξεων του άρθρου 27 Κ.Πολ.Δ. είναι η διεύρυνση του πεδίου της χρήσεως των ενόρκων βεβαιώσεων, οι οποίες για πρώτη φορά επιτρέπονται και στην τακτική διαδικασία ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου. Έτσι καθιερώνεται πλέον η χρήση τους ενώπιον όλων των δικαστηρίων. Ο περιορισμός του αριθμού των μαρτύρων και η έλλειψη δυνατότητας εξετάσεως μαρτύρων εκτός της έδρας του δικαστηρίου στο πλαίσιο του νέου συστήματος δημιούργησαν έλλειμμα για την πλήρωση του οποίου ήταν αναγκαία η γενίκευση του ιδιόρρυθμου μέσου των ενόρκων βεβαιώσεων.
III. Η αιτιολογική έκθεση του Ν. 2915/2001 εντάσσει τις ένορκες βεβαιώσεις στην κατηγορία των αποδεικτικών μέσων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Τίθεται επομένως το ερώτημα αν και σ’ αυτές ισχύει η διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. β΄ κατά την οποία το δικαστήριο συμπληρωματικά μόνον μπορεί να λάβει υπόψη αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Για την έννοια του όρου «συμπληρωματικά» δεν υπάρχει ομοφωνία. Κατά μία γνώμη από τον όρο αυτό συνάγεται η επικουρικότητα των ατελών αποδεικτικών μέσων, ενώ κατ’ άλλη άποψη ο όρος δεν υποδηλώνει τίποτε άλλο από την πέραν των τελείων, «επιπλέον» συνεκτίμησή τους. Νομίζουμε ότι οι ένορκες βεβαιώσεις δεν μπορούν να ταυτισθούν με τα πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, ούτε μπορεί να γίνει δεκτό ότι ο νόμος, υπό τη νέα διατύπωση του άρθρου 270 Κ.Πολ.Δ., τις συνδέει αμέσως με τα μέσα αυτά. Παρά ταύτα η ιστορία των ενόρκων βεβαιώσεων και ιδίως η επιφυλακτικότητα με την οποία έχουν γίνει αυτές δεκτές στο σύστημα των αποδείξεων επιβάλλουν την όμοια μεταχείρισή τους με τα ατελή αποδεικτικά μέσα και επομένως, πρέπει κατά τελολογική διεύρυνση, να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 270 παρ. 2 εδ. β΄ εφαρμόζεται και στις ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη «συμπληρωματικά», με όποια έννοια και αν έχει ο όρος αυτός.
IV. Υπό τη νέα ρύθμιση, όπως συνάγεται από τη διαπίστωση του νόμου («με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394»), προϋπόθεση του επιτρεπτού στην τακτική διαδικασία των ενόρκων βεβαιώσεων είναι το επιτρεπτό του εμμαρτύρου μέσου της αποδείξεως. Δεν προβλέπεται αντιθέτως πλέον ως προϋπόθεση επιτρεπτού του αποδεικτικού αυτού μέσου η σύνταξη των ενόρκων βεβαιώσεων πριν από τη δικάσιμο. Η σύνταξή τους όμως πριν από τη δικάσιμο επιβάλλεται κατ’ ανάγκη στις περιπτώσεις που απαιτείται η προσκομιδή τους, ως αποδεικτικών μέσων, εντός της οριζόμενης από το νόμο προθεσμίας πριν από τη δικάσιμο. Η προϋπόθεση της κλητεύσεως του αντιδίκου και η σχετική προθεσμία διατηρούνται από τη νέα διάταξη όπως είχαν στην προϊσχύουσα. Η νέα διάταξη προβλέπει ωστόσο μακρότερη, οκταήμερη προθεσμία κλητεύσεως αν η ένορκη βεβαίωση πρόκειται να δοθεί στην αλλοδαπή. Οι οκτώ ημέρες πρέπει να νοηθούν ως εργάσιμες ημέρες.
V. Το νέο δίκαιο εισάγει αριθμητικό περιορισμό των ενόρκων βεβαιώσεων, ορίζοντας ότι λαμβάνονται υπόψη το πολύ τρεις ένορκες βεβαιώσεις από κάθε πλευρά. Επιτρέπει βέβαια την προσκομιδή προσθέτων βεβαιώσεων, για την αντίκρουση ενόρκων βεβαιώσεων, το πολύ ίσου αριθμού με τις αντικρουόμενες. Ο περιορισμός, φρονούμε, είναι άσκοπος. Εμφανίζεται μάλιστα και άδικος στις περιπτώσεις ομοδικίας με συγκρουόμενα συμφέροντα καθώς και σε περιπτώσεις που λόγω της πολλαπλότητας των αποδεικτέων θεμάτων είναι δύσκολο να βρεθούν πρόσωπα με συνολική γνώση των πραγμάτων. Ερωτάται ποιες ένορκες βεβαιώσεις θα ληφθούν υπόψη αν προσκομισθούν περισσότερες από τρεις. Κατ’ αρχήν πρέπει ο διάδικος που τις προσκομίζει, ύστερα από υπόδειξη του δικαστή (Κ.Πολ.Δ. 236), να διευκρινίσει ποιες επιθυμεί να ληφθούν υπόψη και να αποσύρει τις υπόλοιπες. Διαφορετικά πρέπει ο δικαστής, με ερμηνεία (κατ’ εκτίμηση όπως λέγεται) του δικογράφου να προσδιορίσει ποιες θέλει ο διάδικος να ληφθούν υπόψη. Εν αμφιβολία, η σειρά επικλήσεως των ενόρκων βεβαιώσεων μπορεί να αποτελέσει τεκμήριο για τη βούληση του διαδίκου.