Νομολογία - ποινικά

(ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2016 - ÔÅÕ×ÏÓ 92) Αριθμός απόφασης: ΑΠ 1052/2016 Τμήμα: Τμήμα Ε’ Πρόεδρος: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρος Εισηγητής: Εισηγήτρια: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Εισαγγελέας: Νικόλαος Παντελής, Αντεισαγγελέας
Αναιρείται για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας η καταδικαστική απόφαση για κατ’ εξακολούθηση ανακριβή και ελλιπή δήλωση περιουσιακής κατάστασης από Αρχιφύλακα. Καθώς για τις πράξεις πριν την 25.5.2010 το ανωτέρω έ-γκλημα πληρούται, μόνο εφόσον συντρέχει άμεσος δόλος β’ βαθμού, δηλαδή εν γνώσει του κατηγορουμένου, η αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης πρέπει να εκτείνεται και σε αυτή τη γνώση της ανακρίβειας της δήλωσης με παράθεση συγκεκρι-μένων περιστατικών που να τη δικαιολογούν. Μετά τις τροποποιήσεις του Ν. 3213/2003 από τους Ν. 3849/2010 και Ν. 4281/2014 αρκεί και ενδεχόμενος δόλος αλλά και αμέλεια για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος, καθισταμένου δυσμενέστε-ρου.
Άρθρα 1 παρ. 1-2, 2 παρ. 1, και 3 παρ. 1,5 ΠΔ 148/2005, 4 παρ. 3 εδ. α’ Ν. 3213/2003, άρ. 1 παρ. 5 Ν. 3849/2010, άρ. 227 Ν. 4281/2014, 139 και 510 παρ. 1 εδ. Δ’ ΚΠΔ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ

[…] Από τη διάταξη του άρ. 4 παρ. 3 εδ. α’ Ν. 3213/2003, που ίσχυε μέχρι της κατά την 25.5.2010 καταργήσεώς του (άρ. 1 παρ. 5 Ν. 3849/2010), σε συνδυασμό με εκείνη του άρ. 27 παρ. 2 εδ. α’ ΠΚ, προκύπτει ότι για την υπό το κράτος του άρ. 4 παρ. 3 εδ. α’ Ν. 3213/2003 στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υποβολής ανακριβούς δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, ενόψει της διατυπώσεως «υποβάλλει εν γνώ-σει του ανακριβή στοιχεία», απαιτείται, αντικειμενικώς μεν η απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περι-λαμβάνει τη γνώση με την έννοια της βεβαιότητας (εντελούς γνώσης-επίγνωσης), ότι τα υπάρχοντα περιουσιακά στοιχεία δεν έχουν συμπερι-ληφθεί στην ανωτέρω δήλωση, σύμφωνα προς την ενδόμυχη πεποίθηση και τη θέληση του υπόχρεου προς δήλωση να προβεί στην πράξη, με την οποία πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος, ενώ με τις τροποποιήσεις, που επήλθαν στη συνέχεια (από 25.5.2010 και εφεξής) από το Ν. 3849/2010 και το άρ. 227 Ν. 4281/2014, για την πλήρωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος τού-του αρκεί απλός δόλος (πρόθεση), αφού απαλείφθηκε από το νόμο η διατύπωση «εν γνώσει», ενώ το έγκλημα αυτό διώκεται, τόσο υπό την ισχύ του άρ. 4 παρ. 3 Ν. 3213/2003, όσο και μεταγενεστέρως (από 1.1.2015), και από αμέλεια.


[…] Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξεως απαιτούνται κατά το νόμο, εκτός από τα περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενι-κή υπόσταση του εγκλήματος, και πρόσθετα στοιχεία, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορι-σμένος περαιτέρω σκοπός (υπερχειλής δόλος), η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή και στον πρόσθετο σκοπό, με παράθε-ση των περιστατικών, που δικαιολογούν, τόσο τη γνώση, όσο και το σκοπό, διαφορετικά η απόφαση στερείται της ειδικής και εμπεριστατω-μένης, κατά την ανωτέρω έννοια, αιτιολογίας.


Επομένως, στο πιο πάνω έγκλημα της υποβολής ανακριβούς δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, που τελέσθηκε μέχρι τις 25.5.2010, υπό το κράτος δηλαδή του άρ. 4 παρ. 3 εδ. α’ Ν. 3213/2003, ενόψει του ότι απαιτείται άμεσος δόλος από μέρους του υπαιτίου και δεν αρκεί απλός ή ενδεχόμενος δόλος, η αιτιολογία της καταδικαστικής αποφάσεως πρέπει να εκτείνεται και στη γνώση αυτή της ανακρίβειας και πα-ραλείψεως δηλώσεως περιουσιακών στοιχείων, με παράθεση των περιστατικών, που δικαιολογούν τη διαληφθείσα γνώση και την ηθελημέ-νη ενέργεια αποκρύψεως περιουσιακών στοιχείων του δράστη. Η διάταξη αυτή, όσον αφορά τις τελεσθείσες υπό την ισχύ της πράξεις (μέχρι τις 25.5.2010), αφού απαιτεί περισσότερα στοιχεία για τη θεμελίωση του δόλου, είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο από τις μεταγενε-στέρως ισχύουσες συναφώς διατάξεις, που αρκούνται στην ύπαρξη απλού δόλου για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του άνω εγκλήματος και εφαρμόζεται στις περιπτώσεις εκείνες, σύμφωνα με το άρ. 2 παρ. 1 ΠΚ.


Ακόμη, επί ενδεχομένου δόλου, ο οποίος υπάρχει, όταν ο δράστης γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα πε-ριστατικά που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξεως και το αποδέχεται (άρ. 27 παρ. 1 εδ. β’ ΠΚ), όταν δηλαδή ο υπαίτιος δεν θέλει ούτε επιδιώκει το εγκληματικό αποτέλεσμα, το προβλέπει, όμως, ως ενδεχόμενη συνέπεια της ενέργειας ή παραλείψεώς του και το αποδέχεται, η αιτιολογία πρέπει ομοίως να εκτείνεται και στο δόλο και να αιτιολογείται ιδιαίτερα η ύπαρξή του, ειδικότερα δε, τόσο το στοιχείο της πρόβλεψης του εγκληματικού αποτελέσματος, όσο και το στοιχείο της αποδοχής του.


Τέλος, στην καταδικαστική απόφαση, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος πρέπει να προσδιορίζεται με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις το είδος του αποδιδόμενου στον κατηγορούμενο δόλου (όπως, άλλωστε, και της αμέλειας, ως συνειδητής ή μη συνειδητής, κατά το άρ. 28 ΠΚ, όταν πρόκειται για πράξη διωκόμενη από αμέλεια), η ένταση του οποίου εκτιμάται και κατά την επιμέτρηση της ποινής (άρ. 79 παρ. 2 εδ. γ’ ΠΚ), διαφορετικά η απόφαση είναι αναιρετέα στο σύνολό της για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολο-γίας.


[…] Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Αθηνών με την υπ’ αριθ. 7100/2014 απόφασή του κήρυξε τον κατηγορούμενο… ένοχο της υποβολής ανακριβούς και ελλιπούς δήλωσης περιουσιακής κατάστασης από υπόχρεο κατ’ εξακολούθηση… και του επέβαλε ποινή φυλακί-σεως ενός (1) έτους, ανασταλείσα επί τριετία, και χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3000) ευρώ, με το ακόλουθο διατακτικό:


«... Στην Αθήνα την 3.9.2008, 11.9.2009, 29.7.2010, 12.7.2011 και 4.9.2012, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακο-λούθηση ενός και του ιδίου εγκλήματος, με πρόθεση και τουλάχιστον με ενδεχόμενο δόλο, υπέβαλε… ανακριβείς και ελλιπείς δηλώσεις πε-ριουσιακής κατάστασης, περί των υφισταμένων κατά τους χρόνους 30.6.2008, 30.6.2009, 30.6.2010, 30.6.2011 και 30.6.2012, περιουσιακών στοιχείων του ιδίου και των μελών της οικογενείας του… αν και υπηρετούσε ως… Αρχιφύλακα… στην ΕΛ.ΑΣ και γνώριζε ότι, λόγω αυτής ακριβώς της ιδιότητας του, όφειλε να συντάξει σε ειδικό έντυπο και να υποβάλλει πλήρεις, σαφείς και ακριβείς, δηλώσεις, σύμφωνα με το άρ. 2 ΠΔ 148/2005, το αργότερο έως την 30η Ιουνίου κάθε έτους που υπηρετούσε. Ειδικότερα… […]».


Με αυτά που δέχτηκε το Δικαστήριο της ουσίας… διέλαβε ασαφή και αντιφατική αιτιολογία ως προς το δόλο του κατηγορουμένου…, καθόσον, ενώ σε σχέση με το υποκειμενικό τούτο στοιχείο του εγκλήματος δέχτηκε στο σκεπτικό ότι, αν και αυτός γνώριζε λόγω της ιδιότητάς του ως Αρχιφύλακα της ΕΛ.ΑΣ… ότι όφειλε να υποβάλει πλήρεις, σαφείς και ακριβείς δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης, εντούτοις υπέβαλε ανακριβείς και ελλιπείς τέτοιες δηλώσεις, παραδοχή που αρμόζει και παραπέμπει σε άμεσο δόλο για όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, α-ντίθετα στο διατακτικό δέχτηκε, ότι ο ίδιος «με πρόθεση και τουλάχιστον με ενδεχόμενο δόλο» υπέβαλε τις μνημονευόμενες ανακριβείς και ελλιπείς δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των επίδικων ετών. Έτσι, δεν διευκρινίζεται με σαφήνεια… το είδος του δόλου, που συνέτρεξε στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος στη συγκεκριμένη περίπτωση.


Η παραπάνω ασάφεια επιτείνεται, μάλιστα, από την προεκτεθείσα παραδοχή, ότι ο αναιρεσείων ενήργησε «με πρόθεση και τουλά-χιστον με ενδεχόμενο δόλο», η οποία καθιστά την αιτιολογία ενδοιαστική, αφού με τον τρόπο αυτό δεν συγκεκριμενοποιείται η διαβάθμιση του δόλου του, ενώ, περαιτέρω, εκτός της κατά τα άνω ασάφειας και αντιφάσεως μεταξύ του σκεπτικού και του διατακτικού της προσβαλλό-μενης αποφάσεως, δεν αιτιολογείται ιδιαιτέρως ο αναφερόμενος στο διατακτικό ενδεχόμενος δόλος του αναιρεσείοντος.


Επί πλέον, η παραδοχή στο διατακτικό απλού ή τουλάχιστον ενδεχομένου δόλου συλλήβδην για όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, δεν αρκεί για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως της ανωτέρω πράξεως ως προς τις επίδικες δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των ετών 2008 και 2009, αφού, όπως προαναφέρθηκε, για το χρονικό εκείνο διάστημα ο νόμος απαιτούσε τη συνδρομή άμεσου δόλου (εν γνώσει υποβολή ανακριβών δηλώσεων), ενώ για το επέκεινα χρονικό διάστημα από το έτος 2010 και εφεξής, υπό το κράτος των νόμων 3849/2010 και 4281/2014, αρκεί και απλός δόλος.


Ενόψει των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση, εξαιτίας της κατά τα άνω ασάφειας και αντιφάσεως των αιτιολογιών της, πάσχει από έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. [….]

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved