Νομολογία - διοικητικά

(ΜΑΪΟΣ - ΙΟΥΝΙΟΣ 2008 - ÔÅÕ×ÏÓ 49) Αριθμός απόφασης: 248/2008 Τμήμα: ΣτΕ: Ολομέλεια Πρόεδρος: Γ. Παναγιωτόπουλος Εισηγητής: Ν. Σκλίας
Ο φορολογούμενος μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων με αίτημα να του επιστραφούν αχρεωστήτως καταβληθέντες κ.λπ. φόροι, ή, μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 1406/1983, με αίτημα να του καταβληθούν τόκοι για την παραπάνω απαίτησή του. Ο φορολογούμενος επιτρέπεται να σωρεύσει στην προσφυγή του τα πιο πάνω δύο αιτήματα (όμοια και η ΣτΕ Ολ. 249/2008).
Άρθρα: 8 παρ. 4 περίπτ. ε΄ ν.δ. 4486/1965, 1, 2, 4 ν. 1406/1983. Ν. 1406/1983
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 περίπτ. ε΄ του ν.δ. 4486/1965 ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία των τακτικών φορολογικών (ήδη διοικητικών) δικαστηρίων υπάγονται και οι διαφορές μεταξύ φορολογικής αρχής και φορολογουμένου για την επιστροφή φόρων, τελών, εισφορών κ.λπ. Η διάταξη αυτή αναφέρεται σε διαφορές, οι οποίες έχουν αντικείμενο την επιστροφή φόρων κ.λπ., που έχουν καταβληθεί, χωρίς να υπάρχει σχετική υποχρέωση, εν όλω ή εν μέρει, ή την επιστροφή φόρων κ.λπ. για άλλη αιτία, προβλεπόμενη από τον φορολογικό νόμο. Η υποχρέωση του Δημοσίου για καταβολή τόκων, νόμιμων ή υπερημερίας, για χρέος του, το οποίο απορρέει από την υποχρέωσή του να επιστρέψει φόρους κ.λπ. που έχουν καταβληθεί, είναι παρεπόμενη του πιο πάνω χρέους. Αν το χρέος αυτό απορρέει από σχέση δημόσιου δικαίου, όπως η φορολογική, η αμφισβήτηση, ως προς την παρεπόμενη αυτή υποχρέωση συνιστά διοικητική διαφορά. Συνεπώς, ο φορο-λογούμενος μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων με αίτημα να του επιστραφούν οι πιο πάνω φόροι, ή, μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 1406/1983, με αίτημα να του καταβληθούν τόκοι για την παραπάνω απαίτησή του. Ο φορολογούμενος επιτρέπεται, καταρχήν, να σωρεύσει στην προσφυγή του τα πιο πάνω δύο αιτήματα.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η ήδη αναιρεσείουσα εταιρία κατά την ένδικη διαχειριστική περίοδο (1.1 έως 31.12.1988) είχε ως αντικείμενο εργασιών την εμπορία πετρελαιοειδών και συναφών προϊόντων. Κατά την πιο πάνω διαχειριστική περίοδο, με βάση τα δεδομένα των δηλώσεών της, πραγματοποίησε συνολικές πράξεις φορολογητέων εκροών και εισροών 8.682.781.355 δρχ. Την ίδια περίοδο κατέβαλε συνολικό φόρο προστιθέμενης αξίας εισροών (για αγορές αγαθών και υπηρεσιών) 516.167.182 δρχ. Προσδιόρισε δε τον εκπιπτόμενο φόρο εισροών (για πράξεις πώλησης με δικαίωμα έκπτωσης) σε 419.733.288 δρχ. και το ποσό του φόρου που δεν έπρεπε να εκπέσει (με βάση το άρθρο 37 του ν. 1642/1986, το οποίο αφορούσε παραδόσεις πετρελαιοειδών, δηλαδή πράξεις χωρίς δικαίωμα έκπτωσης) σε 96.433.894 δρχ. Έτσι, η αναιρεσείουσα, από τον φόρο των εκροών της (πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών), που ανερχόταν σε 825.220.392 δρχ., εξέπεσε ποσό 419.733.288 δρχ. Ακολούθως, η αναιρεσείουσα με αίτησή της (από 27.12.1991) προς τη φορολογική αρχή ανακάλεσε εν μέρει τις πιο πάνω δηλώσεις της και ζήτησε την έκπτωση και του υπόλοιπου ποσού φόρου επί των κοινών εισροών της που είχε καταβάλει (δηλαδή ποσού 96.433.894 δρχ.), καθώς και την επιστροφή σ' αυτήν του αντίστοιχου ποσού φόρου, το οποίο, κατά την άποψή της, αχρεωστήτως είχε καταβληθεί. Ζήτησε επίσης να της καταβληθούν, από 27.12.1991 (οπότε είχε υποβάλει στη φορολογική αρχή την πιο πάνω αίτηση για ανάκληση των δηλώσεών της και επιστροφή του φόρου), νόμιμοι τόκοι επί του παραπάνω ποσού των 96.433.894 δρχ., με επιτόκιο 34% ετησίως. Με την επίδικη πράξη της φορολογικής αρχής απορρίφθηκε η πιο πάνω αίτηση της αναιρεσείουσας. Ως προς την ανάκληση των δηλώσεων και την επιστροφή στην αναιρεσείουσα του πιο πάνω ποσού, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι νομίμως η αναιρεσείουσα, ανακαλώντας τις δηλώσεις της, λόγω νομικής πλάνης, είχε ζητήσει την έκπτωση ολόκληρου του ποσού του φόρου που είχε καταβάλει για τις κοινές πιο πάνω εισροές της. Με τις σκέψεις δε αυτές απέρριψε την έφεση του Δημοσίου κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε γίνει δεκτή, με την ίδια αιτιολογία, η προσφυγή της ήδη αναιρεσείουσας κατά της πιο πάνω πράξης της φορολογικής αρχής. Ήδη η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος αυτό, έχει καταστεί αμετάκλητη, μετά την απόρριψη, με την 2989/2001 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, της αίτησης αναίρεσης που είχε ασκήσει το Δημόσιο.
Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το αίτημα για την επιδίκαση τόκων, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι «από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 (παρ. 1 και 2), 2 (παρ. 2 και 3) και 4 του ν. 1406/1983 συνάγεται ότι η αγωγή ασκείται αυτοτελώς, με βάση τις διατάξεις του π.δ. 341/1978, και δεν μπορεί να σωρευθεί με προσφυγή, με την οποία ζητείται επιστροφή φόρου». Με τις σκέψεις δε αυτές επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία το Διοικητικό Πρωτοδικείο είχε απορρίψει το πιο πάνω αίτημα της αναιρεσείουσας, κρίνοντας ότι στην προσφυγή με αίτημα την επιστροφή φόρου δεν μπορεί να περιέχεται και αίτημα για επιδίκαση νόμιμων τόκων στο οφειλόμενο ποσό, αίτημα που μπορεί να αποτελέσει περιεχόμενο μόνο κατα-ψηφιστικής αγωγής. Σύμφωνα όμως με όσα έχουν εκτεθεί στη σκέψη 4, η κρίση αυτή του Διοικητικού Εφετείου δεν είναι νόμιμη, γιατί ο φορολογούμενος επιτρέπεται να σωρεύσει στην προσφυγή του αίτημα για επιστροφή φόρου και αίτημα για καταβολή τόκων. Βασίμως λοιπόν η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις πιο πάνω διατάξεις. Συνεπώς, για τον πιο πάνω λόγο πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να αναιρεθεί, κατά το μέρος αυτό, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία, ως χρήζουσα διευκρινήσεως, κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση κατ' ουσίαν. (Δέχεται την αίτηση).

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved