Καθήκον δικαστικής καθοδηγήσεως και συζητητικό σύστημα. Η ευαίσθητη ισορροπία μεταξύ ευκταίου και εφικτού μετά τον ν. 3994/2011

Ευαγγελίας Ν. Ποδηματά
Καθηγήτριας ΑΠΘ

Το αμιγές συζητητικό σύστημα ανάγει το δικαιολογικό του θεμέλιο στα ιδεώδη του ακραίου φιλελευθερισμού, όπως αναπτύχθηκε στην Ευρώπη από τα μέσα του 19ου αι. ως αντίδραση κατά της απολυταρχίας των προηγούμενων αιώνων. Γνώρισμα του απολυταρχικού κράτους ήταν η συγκεντρωτική άσκηση όλων των εξουσιών από τον μονάρχη, μόνον εκφραστή του ύψιστου ιδεώδους του «κρατικού συμφέροντος» (Staatsraison), ερήμην του κοινωνικού συνόλου και υπό συνθήκες μυστικότητας και αδιαφάνειας. Η (πολιτική) δίκη, υποτασσόμενη και αυτή στα ιδεώδη της απολυταρχίας, υπήρξε τότε μυστική, έμμεση και κατά βάση γραπτή· και διεπόταν από σύστημα αμιγώς ανακριτικό, καθώς η ανάπλαση του επίμαχου βιοτικού περιστατικού αντιμετωπιζόταν ως ζήτημα καθαρώς δημοσίου ενδιαφέροντος, πλήρως εξαιρούμενο από την πρωτοβουλία και την εξουσία διαθέσεως των μερών.

Αλλά με την ανάδυση του Διαφωτισμού και του εκγόνου του πολιτικού φιλελευθερισμού κατά τον 19ο αι., ως νέα ιδεώδη άρχισαν να επιβάλλονται η διάκριση των εξουσιών, η ελευθερία των συναλλαγών και του ανταγωνισμού, η αναγνώριση των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων και η παραδοχή της ηθικά ελεύθερης προσωπικότητας του ατόμου ως ικανής για κοινωνικά υπεύθυνη συμπεριφορά. Το κράτος μετασχηματίσθηκε σε κράτος δικαίου, με κατά το δυνατόν στενή την οριοθέτηση των περιοχών ευθύνης του. Ταυτοχρόνως, η έξαρση των αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων της προσωπικότητας οδήγησε στο απόγειο την ατομικιστική θεώρηση των θεσμών με συνακόλουθη τη χαμηλή αποτίμηση ή και την αγνόηση των κοινωνικών παραμέτρων τους. Στο πεδίο της πολιτικής δίκης, το ιδεώδες της πολιτικής ελευθερίας συμβάδισε με την αντίληψη για την πλήρως ελεύθερη θέση των διαδίκων έναντι του δικαστή και τη δέσμευση του τελευταίου έναντι της διαδικαστικής συμπεριφοράς των διαδίκων, ώστε να αποτρέπονται οι καταχρήσεις και να θάλπεται, κατά τον δυνατόν, και η ασφάλεια προβλέψεως ως προς την έκβαση της αντιδικίας. Έκφραση των τάσεων αυτών υπήρξε η θριαμβευτική επιβολή (παράλληλα προς τις αρχές της δημοσιότητας, της αμεσότητας και της προφορικότητας της διαδικασίας) της αρχής της ελεύθερης διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης αλλά και ενός αμιγούς (ακραίου) συζητητικού συστήματος: όσο αμιγέστερο, τόσο ακραιφνέστερα δηλωτικό της οριστικής πλέον εγκατάλειψης του ανακριτικού προτύπου, του συνδεόμενου με την απολυταρχία.

Αλλά με την προϊούσα εδραίωση του κράτους δικαίου και τη ραγδαία εξέλιξη των κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών έως τα τέλη του 19ου αι., ο ακραίος φιλελευθερισμός και η καθαρώς ατομικιστική σύλληψη των θεσμών άρχισε, υπό το βάρος και των νέων

επιτακτικών κοινωνικών αναγκών, να ενδίδει. Στο πεδίο του ουσιαστικού δικαίου η συμβατική ελευθερία και η ατομική ιδιοκτησία γνώρισαν νομοθετικούς περιορισμούς, επιβαλλόμενους από την αναγνωριζόμενη κοινωνική τους διάσταση.

Αντιστοίχως, στο πεδίο της πολιτικής δικαιοσύνης σταδιακά συνειδητοποιήθηκε ότι η ταχεία και ορθή επίλυση των ιδιωτικών διαφορών είναι, βεβαίως, υπόθεση ιδιωτικού ενδιαφέροντος, έχει όμως και κοινωνική προοπτική, καθώς άπτεται αμέσως της κοινωνικής τάξης και ευημερίας. Η προοδευτική εμπέδωση της αντίληψης αυτής είχε ως εξαρτάται αποκλειστικά από την επιμέλεια, την επιτηδειότητα και την επάρκεια των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους, αλλά και ο δικαστής να γίνεται συνυπεύθυνος για την ταχεία έκδοση ορθής επί της ουσίας αποφάσεως. Ήδη σήμερα η τάση αυτή έχει πλήρως επιβληθεί, ακόμη και στα άλλοτε προπύργια της αμιγούς συζητητικής αρχής, μετά από την κατάδειξη των αδιεξόδων στα οποία αυτή οδήγησε.

Στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, όπου το φαινόμενο της πλήθυνσης των δικών και της βραδύτητας στην απονομή της δικαιοσύνης προσέλαβε ενδημικό χαρακτήρα και ήδη εκρηκτικές, σχεδόν, διαστάσεις, η νομοθετική επιλογή της ενίσχυσης των εξουσιών του δικαστή ως προς την καθοδήγηση των διαδίκων, όπως εκφράσθηκε με το άρθρο 22 παρ. 5 ν. 3994/2011, είναι αποφασιστικής σημασίας για την ταχεία περάτωση των δικών, εντάσσεται δε ομαλά στο περιβάλλον του ισχύοντος ήπιου συζητητικού συστήματος και -σε αρμονία και με τη σχετική θεμελιώδη δικαιοπολιτική επιλογή των συντακτών του ΚΠολΔ- συντελεί στον περαιτέρω μετριασμό του. Κατά τούτο, συμπνέει και προς τις κρατούσες τάσεις σε ολόκληρη Ευρώπη αλλά και διεθνώς.

Η ευστοχία μιας νομοθετικής ρυθμίσεως και η ευόδωσή της στην πράξη τελεί σε άμεση συνάρτηση προς δύο κυρίως παράγοντες: αντικειμενικώς, προς την αρτιότητα του καθιερούμενου θεσμικού πλαισίου· και υποκειμενικώς, προς την ηθική και πνευματική ετοιμότητα εκείνων που εμψυχώνουν την απονομή της δικαιοσύνης.

Ως προς τον πρώτο παράγοντα, χάριν πληρέστερης αποτελεσματικότητας του θεσμού (όπως ισχύει δυνάμει του τροποποιημένου άρθρου 236 ΚΠολΔ), σκόπιμη θα ήταν: α) η αρτιότερη κατάστρωση του διαδικαστικού πλαισίου για την άσκηση της ευθύνης δικαστικής καθοδηγήσεως (ιδίως με την ειδική πρόβλεψη δυνατότητας του δικαστηρίου να τάσσει στον διάδικο προθεσμία για την άρση της πραγματικής αοριστίας, διακόπτοντας τη συζήτηση για την αμέσως επόμενη δικάσιμο της ίδιας συνθέσεως, ώστε να μη χρειάζεται να καταφεύγει στη χρονοβόρα επανάληψη της συζητήσεως κατ' άρθρο 254 ΚΠολΔ ή στην αναβολή της)· β) η ύπαρξη κυρώσεων σε βάρος του διαδίκου που αγνοεί τη δικαστική υπόδειξη· και γ) ο έλεγχος μέσω ενδίκων μέσων (ιδίως της έφεσης) της παραβάσεως του κατ' άρθρο 236 ΚΠολΔ καθήκοντος από τον δικαστή· σήμερα ο έλεγχος της παραβάσεως αυτής κατ' έφεση δεν φαίνεται εφικτός, δεδομένου ότι ενώπιον του εφετείου (το οποίο, μετά από την αποδοχή της εφέσεως, διακρατεί την υπόθεση κατ' άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) δεν είναι δυνατή η άρση της (πραγματικής) αοριστίας της αγωγής, αφού το άρθρο 224 ΚΠολΔ ευλόγως περιορίζει τη δυνατότητα αυτή στην (πρώτη και μόνη) συζήτηση του πρώτου βαθμού.

Αφετέρου, σε αναφορά με τους αποδέκτες της, η νέα ρύθμιση προσβλέπει πρωτίστως στην προσωπικότητα του δικαστή, του εκάστοτε βαρυνομένου με το καθήκον καθοδήγησης· διότι η ουσιαστική διεύθυνση της διαδικασίας και το ποιόν της φέρει προπάντων το δικό του εναποτύπωμα. Τον καλεί να αποστραφεί τον ρόλο του παθητικού κριτή και να μετάσχει ενεργητικά στη διαχείριση της διαδικασίας, έχοντας, βεβαίως, προηγουμένως κατάλληλα προετοιμασθεί για την κρινόμενη υπόθεση. Απευθύνεται στην εγρήγορη περίνοια και στην ακεραιότητά του. Και τον εμπιστεύεται, με την πεποίθηση ότι μπορεί να λειτουργήσει ως αμερόληπτος κριτής αλλά και ως διακριτικός παραστάτης αμφοτέρων των διαδίκων κατά την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων τους. Από το άλλο μέρος, η ρύθμιση απευθύνεται και στον δικηγόρο ως λειτουργό της δικαιοσύνης, κατ' εξοχήν επιφορτισμένο με την ευθύνη για τη σύνταξη των δικογράφων. Και ζητεί από αυτόν να καταβάλλει τη μέγιστη δυνατή επιμέλεια κατά την εκπλήρωση του καθήκοντός του. Αν οι ρυθμίσεις των άρθρων 236 (και 224) ΚΠολΔ νοούνται ως νομοθετικά μέσα για την ταχύτερη επί της ουσίας εκκαθάριση των ιδιωτικών διαφορών, τότε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο νομοθετικός αυτός σκοπός υπηρετείται ασυγκρίτως πληρέστερα, όταν ο δικηγόρος, αιρόμενος στο ύψος του λειτουργήματός του, ανταποκρίνεται απ' αρχής στην απαίτηση ενός απολύτως ορισμένου δικογράφου. Αλλά πρόκειται και εδώ για τη λεπτή ισορροπία μεταξύ ευκταίου και εφικτού. Αυτή την ισορροπία τείνει να αποκαθιστά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το καθοδηγητικό καθήκον του δικαστή. Για να εφαρμοσθεί, προϋποθέτει εκλέπτυνση των δικονομικών μας ηθών· ώστε τη θέση της καχυποψίας έναντι του δικαστηρίου και της μικροψυχίας έναντι του αντιδίκου να λάβει η αμοιβαία εμπιστοσύνη των παραγόντων της δίκης μεταξύ τους και η αναγκαία συνεργασία, για να ευοδωθεί ο σκοπός της αντιδικίας: η πλήρης διαλεκτική εκδίπλωση των εκατέρωθεν θέσεων, προκειμένου να αναδειχθεί ως σύνθεση η αλήθεια και να επιτευχθεί η ορθή εφαρμογή του δικαίου στην υπό κρίση περίπτωση αλλά και με τον πλέον σύντονο δυνατό τρόπο.

Αν είναι αλήθεια ότι η καλή θέληση μπορεί να καταστήσει περιττές τις περισσότερες πολιτικές δίκες, τότε παραμένει διαχρονικά επίκαιρη η ρήση, ότι ο θεσμός της δίκης είναι ο σταθερός δείκτης της ανθρώπινης ατέλειας και αδυναμίας μέσα στην ιστορία. Πρωτίστως και από την άποψη αυτή, ο περιορισμός του αριθμού των δικών θα πρέπει να αποτελεί ένα διαρκές ηθικό και κοινωνικό αίτημα. Ο δικονομικός νομοθέτης έχει το δικό του διαχρονικό μερίδιο ευθύνης στον στόχο αυτόν· και τον υπηρετεί αναμφισβητήτως καλλίτερα, όταν ως παροχή έννομης προστασίας δεν αντιλαμβάνεται απλώς την έκδοση της αποφάσεως, αλλά τη διαρκή δημόσια (δικαστική) επικουρία στους διαδίκους από την απαρχή της διαδικασίας, ώστε να επιτυγχάνεται η ορθή και ταχύτερη δυνατή επί της ουσίας εκκαθάρισή της.

Ακολουθήστε μας στο Twitter Ακολουθήστε μας στο Facebook Ακολουθήστε μας στο LinkedIn

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved