Η θέση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, επί του σχεδίου νόμου (ήδη ν. 3994/2011): «Εξορθολογισμός και βελτίωση στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης»
Μίμης Γραμματικούδης
Επίτ. Αντιπροέδρος ΑΠ
Με το νόμο 3994/2011 επιχειρείται, για μία ακόμη φορά, επέμβαση στον ισχύοντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ώστε να επιτευχθεί, όπως είναι και ο τίτλος του νομοθετήματος, ο εξορθολογισμός και η βελτίωση στην απονομή της πολιτικής δικαιοσύνης. Από τις μεταρρυθμίσεις του νόμου αυτού οι περισσότερες είναι «ήπιες» και δεν επιφέρουν ριζικές μεταβολές στον ΚΠολΔ, ανταποκρίνονται δε στους σκοπούς της Συντακτικής Επιτροπής του Σχεδίου Νόμου, όπως εκσυγχρονίσουν, επιταχύνουν και εν γένει βελτιώσουν την παροχή έννομης προστασίας.
Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, που συνήλθε στις 14 Απριλίου 2011 για να αποφανθεί για τις προταθείσες τροποποιήσεις, δεν εξέφρασε αντιρρήσεις ως προς τις περισσότερες από αυτές. Έκρινε, όμως, ότι ορισμένες από τις μεταρρυθμίσεις πρέπει να γίνουν δεκτές με πολλή περίσκεψη. Ειδικότερα:
1. Με την ανάθεση της εκδίκασης της έφεσης κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων και μονομελών πρωτοδικείων σε εφετείο που δικάζει με μονομελή σύνθεση (άρθρα 3 § 3 και 4 § 2 ν. 3994/2011), δεν είναι βέβαιο ότι θα επιτευχθεί ο στόχος του νομοθετήματος, δηλαδή η επίτευξη της ταχύτητας στην απονομή της δικαιοσύνης. Διότι, η επεξεργασία της υπόθεσης στην κατ΄ έφεση δίκη γίνεται, κατά κανόνα, με βάση το υλικό και τα στοιχεία της πρωτοβάθμιας δίκης. Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του χρόνου που απαιτείται για την έκδοση της απόφασης, που δικάζεται από δικαιοδοτικό όργανο πολυμελούς σύνθεσης, καταλαμβάνουν η μελέτη της υπόθεσης και η σύνταξη του σχεδίου από τον εισηγητή. Η μόνη καθυστέρηση που μπορεί να αποδοθεί στην εκδίκαση υποθέσεων αυτών είναι η διάσκεψη, η οποία προηγείται της έκδοσης της απόφασης, για την οποία όμως ο απαιτούμενος χρόνος είναι ελάχιστος ώστε να λεχθεί ότι αυτή συντελεί στην επιβράδυνση της διαδικασίας συγκριτικά με το συνολικό χρονικό διάστημα που απαιτείται προς τούτο. Πέραν τούτων, η δικαιοδοτική κρίση του μονομελούς δικαιοδοτικού οργάνου έχει περισσότερες πιθανότητες να πάσχει ως προς την ορθότητά της σε σχέση με την αντίστοιχη του πολυμελούς δικαιοδοτικού οργάνου. Διότι στο τελευταίο προηγείται, της έκδοσης της απόφασης, η διάσκεψη, η οποία αποτελεί λειτουργία εγγυητική ορθοκρισίας, αφού κατ΄ αυτήν, υπό την καθοδήγηση κατά τεκμήριο πλέον έμπειρου δικαστή -του προέδρου ή του αρχαιότερου δικαστή, ως προεδρεύοντος- και με τη συμμετοχή τόσο του συμμετέχοντος στη σύνθεση έτερου μέλους, όσο όμως και με τη συνεισφορά και των υπόλοιπων μελών της σύνθεσης του δικαστηρίου, που παρευρίσκονται κατά τη διάσκεψη, αξιολογούνται και κατατάσσονται τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, αντιμετωπίζονται και επιλύονται τα νομικά ή άλλα προβλήματα και καθορίζεται η μέθοδος έρευνας.
Η επιλογή των δικαιοδοτικών οργάνων μονομελούς σύνθεσης προς την εκδίκαση της συντριπτικής πλειοψηφίας των υποθέσεων στον πρώτο βαθμό έγινε με το επιχείρημα την ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων. Όμως τούτο αντισταθμιζόταν με την ελπίδα ότι ενδεχόμενα σφάλματα των πρωτοβάθμιων μονομελών δικαστηρίων θα ήλεγχε και θα διόρθωνε το εφετείο, ως πλέον έμπειρο δικαιοδοτικό όργανο που λειτουργεί με πολυμελή σύνθεση. Η ελπίδα αυτή μειώνεται με την επιλογή αυτή του νόμου, μάλιστα δε, με τη νέα ρύθμιση, υποθέσεις μπορούν να δικασθούν ουσιαστικά σε ένα (και τελευταίο) βαθμό από μονομελές δικαιοδοτικό όργανο, όπως στις υποθέσεις τακτικής διαδικασίας αρμοδιότητας ειρηνοδικείου ή μονομελούς πρωτοδικείου που ο εναγόμενος δικάζεται ερήμην στον πρώτο βαθμό, οπότε ουσιαστικώς η υπόθεση δεν ερευνάται στην ουσία της από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, λόγω της επαναφοράς του τεκμηρίου της ομολογίας από μέρους του των αγωγικών ισχυρισμών (ΚΠολΔ 271 § 3), η υπόθεση όμως θα κριθεί από την αρχή από το δευτεροβάθμιο μονομελή εφέτη, σε περίπτωση άσκησης έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης, από τον διάδικο αυτόν, καθώς η έφεσή του θα έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της εκκαλουμένης (ΚΠολΔ 528).
Η επιλογή των μονομελών εφετείων, αφενός δεν συντελεί στην απελευθέρωση ικανού αριθμού δικαστών, διότι η μόνη πρόσθετη (πέραν της επεξεργασίας των δικών τους υποθέσεων) ενασχόληση των δικαστών που μετέχουν σε πολυμελή σύνθεση είναι η συμμετοχή τους στη διάσκεψη, αφετέρου η δημιουργία εφετείων μονομελούς σύνθεσης στερεί από πολλούς δικαστές τη δυνατότητα να συμμετέχουν σε διασκέψεις, οι οποίες αποτελούν για όλους αναντικατάστατο σχολείο της πρακτικής του δικαίου. Η πολυμέλεια των εφετείων, που πάντοτε υπήρξε επιλογή των συντακτών της Πολ.Δ. και του ΚΠολΔ, αποτελεί σοβαρό παράγοντα εμπέδωσης της εμπιστοσύνης των πολιτών, που γνωστό είναι ότι στην Ελλάδα είναι καχύποπτοι και επιρρεπείς, ώστε να αποδεχθούν οποιαδήποτε αμφισβήτηση στην ορθότητα των εκδιδόμενων αποφάσεων.
2. Η κατάργηση (άρθρο 19 του ν. 3994/2011), λόγω αποτυχίας, της προβλεπόμενης από το άρθρο 214Α ΚΠολΔ απόπειρας εξώδικης επίλυσης της διαφοράς σε διαφορές ιδιωτικού δικαίου, καταδεικνύει ότι τα προβλήματα της απονομής δικαιοσύνης στη Χώρα μας δεν έχουν μόνο λειτουργικό υπόβαθρο, αλλά και βαθιά θεσμικό. Διότι η αποτυχία του θεσμού της εξώδικης επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών οφείλεται, κατά γενική παραδοχή, στην απροθυμία των δικηγόρων να ανταποκριθούν θετικά στο θεσμό αυτό, γιατί διείδαν ότι με την εξώδικη επίλυση των διαφορών επέρχεται περιορισμός της δικηγορικής ύλης. Τέτοιες αντιδράσεις είναι κατανοητές, αφού οι δικηγόροι, των οποίων ο ήδη υπερβολικά αυξημένος αριθμός διογκώνεται κάθε έτος, αξιώνουν, ευλόγως, την επαύξηση της δικηγορικής ύλης και αντιδρούν σε κάθε προσπάθεια που θεωρούν ότι επιφέρει μείωση αυτής. Όμως, ενώ το πρόβλημα της βραδυκινησίας της πολιτικής δίκης εστιάζεται, κατά γενική παραδοχή, κυρίως στη μεγάλη σώρευση υποθέσεων στα πολιτικά δικαστήρια, δεν θεσμοθετούνται, προς αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού, μέτρα που απο-σκοπούν, εκτός των άλλων, αφενός στη θέσπιση φραγμών στην αδικαιολόγητη και άσκοπη προσφυγή στα πολιτικά δικαστήρια, αφετέρου στη θέσπιση θεσμών αποτελεσματικής εξώδικης επίλυσης των διαφορών.
3. Η επιβολή στον δικαστή (άρθρο 22 § 5 του νόμου), ως καθήκον επιμέλειας, η καθοδήγηση του διαδίκου για τη συμπλήρωση των ισχυρισμών, οι οποίοι διατυπώθηκαν ατελώς ή αορίστως ώστε συμβάλει έτσι στη θεραπεία της πραγματικής αοριστίας των ισχυρισμών του τον επιβαρύνει με υποχρέωση που είχε επιβληθεί κατά το παρελθόν με τη διάταξη του άρθρου 244 ΚΠολΔ/1968 (που καταργήθηκε με το ν.δ. 958/1971), η οποία θεσμικά ανήκει στον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου, του οποίου οι ισχυρισμοί κρίνονται ότι χρήζουν συμπλήρωση, και τον εκθέτει στον κίνδυνο να θεωρηθεί ότι παραβιάζει τις αρχές της αντικει-μενικότητας και της ισότητας των όπλων των διαδίκων.
4. Η επαναφορά των διατάξεων (άρθρα 29-33, 44 του νόμου) που θεσμοθετούν το καθεστώς των δυσμενών συνεπειών ερημοδικίας κατά την πρώτη συζήτηση της τακτικής διαδικασίας, υποδεικνύει την προσοχή με την οποία πρέπει να υιοθετούνται δογματικές μεταβολές στο οικοδόμημα του ΚΠολΔ. Διότι το σύστημα αυτό, που με πολλές προσδοκίες επαναφέρεται με το νέο νόμο, είχε καταργηθεί με το ν. 2915/2001, που επέλεξε το ήδη καταργούμενο σύστημα της μονομερούς συζήτησης, γιατί ακριβώς κρίθηκε ότι είχε δημιουργήσει αδιέξοδα στην ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης και στην ταχύρρυθμη απονομή της. Τα μειονεκτήματα αυτά δεν εξαλείφθηκαν. Διότι η επαναφορά του συστήματος αυτού συνοδεύεται και από την επαναφορά ουσιαστικώς της αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, αφού με το άρθρο 44 του νόμου επαναφέρεται η διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 16 § 4 του ν. 2915/2001 (εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης σε περίπτωση άσκησης έφεσης από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην), η οποία είχε επικριθεί στο παρελθόν ότι δεν συνέβαλε στην ταχύρρυθμη απονομή της δικαιοσύνης, γιατί είχε καταστεί όπλο για τον δύστροπο εναγόμενο, που με την εκούσια ερημοδικία του στον πρώτο βαθμό εξασφάλιζε, με την άσκηση έφεσης κατά της ερήμην του εκδοθείσας απόφασης, την επανεξέταση της υπόθεσής του από το Εφετείο και συντελούσε έτσι στη βραδυπορία της δίκης.
5. Την ανωτέρω θέση, δηλαδή την προσοχή με την οποία πρέπει να υιοθετούνται δογματικές μεταβολές ή νέοι θεσμοί στο οικοδόμημα του ΚΠολΔ, επιβεβαιώνει και η κατάργηση (άρθρο 46 § 1 του νόμου) του προπαρασκευαστικού σταδίου του ελέγχου των αιτήσεων αναίρεσης και η επαναφορά του προηγούμενου του ν. 2915/2001 καθεστώτος, γιατί, κατά την Εισηγητική Έκθεση του Σχεδίου…, «Η θεσπισθείσα (αυτή) διαδικασία ... επιβάρυνε αντί να αποφορτίσει τον Άρειο Πάγο, γι' αυτό και η σχετική ρύθμιση περιέπεσε σε πλήρη αχρησία».
Διεύθυνση Επιμέλειας ύλης Επιστημονικού Περιοδικού Νομικά Χρονικά
Αθανάσιος Γ. Γεωργιάδης
Δικηγόρος παρ' Α.Π., Γενικός Γραμματέας E.NO.B.E.
Το Δ.Σ. της Ε.ΝΟ.Β.Ε. κατά τη συνεδρίασή του της 22.12.2011 με ομόφωνη απόφασή του αποδέχθηκε την επιθυμία του επίτιμου Προέδρου και ιδρυτή της Ε.ΝΟ.Β.Ε., δικηγόρου κ. Ιάσονα Δούμπη, να παραδώσει τη διεύθυνση επιμέλειας της ύλης του περιοδικού ΝΟΜΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ. Το περιοδικό αυτό άρχισε να εκδίδεται με την ευγενική χορηγία του εκδ. οίκου του κ. Π. Σάκκουλα έπειτα από ιδέα του κ. Δούμπη (την οποία υιοθέτησε η τότε διοίκηση της Ε.ΝΟ.Β.Ε. υπό την προεδρία του αείμνηστου καθηγητή Ι. Μανωλεδάκη). Το Δ.Σ. της Ε.ΝΟ.Β.Ε. εκφράζει τις θερμές του ευχαριστίες στον κ. Ι. Δούμπη, ο οποίος επί μία ολόκληρη δωδεκαετία (από τον Δεκέμβριο του 1999) επιμελήθηκε αόκνως και με περισσή φροντίδα την ύλη της έκδοσης, η οποία απαρτιζόταν πάντοτε από μία ενδιαφέρουσα στην πράξη επιστημονική μελέτη και μερικές από τις πιο σημαντικές αποφάσεις των ανώτατων Δικαστηρίων.
Σε συνέχεια της πιο πάνω πορείας, και στην ίδια συνεδρίαση, το Δ.Σ. της Ε.ΝΟ.Β.Ε., πάλι ομοφώνως, ανέθεσε τη διεύθυνση επιμέλειας της ύλης του παραπάνω περιοδικού στον λαμπρό αστικολόγο και μέλος της Εταιρείας, Αναπληρωτή Καθηγητή Αστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης κ. Αναστάσιο Βαλτούδη. Ο κ. Βαλτούδης αποδέχθηκε με ιδιαίτερη προθυμία τα καθήκοντά του. Το Δ.Σ. τον συγχαίρει θερμά, με τη βεβαιότητα ότι θα δώσει στο περιοδικό τη δική του σύγχρονη επιστημονική πνοή.