Οι νέες τροποποιήσεις στα άρθρα 1 έως 214Α του ΚΠολΔ

Μαρία Χαζιρτζόγλου
Εφέτης

Στην εισαγωγική έκθεση του νόμου 3994/2011 διατυπώνεται η διαπίστωση, ότι τα προβλήματα της απονομής δικαιοσύνης στη χώρα μας δεν έχουν κατά κανόνα θεσμικό, αλλά λειτουργικό υπόβαθρο. Η διαπίστωση αυτή, που είναι κοινός τόπος, οριοθετεί ταυτόχρονα και μάλιστα με όρια στενά, τις δυνατότητες οποιασδήποτε τροποποίησης του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Μπορούμε να έχουμε βελτιώσεις, όχι όμως και τη ριζική λύση του προβλήματος. Μπορούμε, ωστόσο, μέσω των βελτιώσεων, να αποδεχθούμε μια άλλη λογική περισσότερο λειτουργική και λιγότερο συντεχνιακή και να υποστηρίξουμε τις αλλαγές που επέφερε ο νόμος στην προσπάθεια για μια πιο γρήγορη αλλά και ουσιαστική διαδικασία.

Στις τροποποιήσεις των άρθρων 1 έως και 214Α του Κώδικα, περιλαμβάνεται η διάταξη που αφορά στην ανακατανομή της υλικής αρμοδιότητας μεταξύ των δικαστηρίων, η οποία συγκέντρωσε μεγάλη προσοχή και για την οποία διατυπώθηκαν ισχυρές αντιρρήσεις, καθώς αμέσως τέθηκε το δίλημμα της ταχύτητας απέναντι στην ορθότητα απονομής της δικαιοσύνης. Η επιλογή του νόμου είναι σαφώς υπέρ της ταχύτητας, αφού περιορίζει την αρμοδιότητα των πολυμελών συνθέσεων και εισάγει τη μονομελή σύνθεση στο δεύτερο βαθμό. Με την προσθήκη του άρθρου 17Α ορίζει ότι οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων θα εκδικάζονται από το μονομελές πρωτοδικείο και τροποποιεί το άρθρο 19, ώστε οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων να δικάζονται πλέον από εφετεία με μονομελή σύνθεση. Η δυσπιστία που εκδηλώθηκε στην αλλαγή αυτή, αφορά στην επάρκεια των δικαστών των μονομελών συνθέσεων να σηκώσουν το βάρος που τους ανατίθεται, ειδικά όταν καλούνται να αποφανθούν σε δεύτερο και τελευταίο βαθμό, με κυρίαρχη τη σκέψη ότι η ασφάλεια δικαίου επιτυγχάνεται μέσα από τη διάσκεψη και την ανταλλαγή απόψεων στις πολυμελείς συνθέσεις των δικαστηρίων. Στην επιφύλαξη αυτή δύσκολα θα μπορούσε κανείς να αντιτάξει σοβαρά επιχειρήματα, όμως ο νομοθέτης έκρινε ότι στην παρούσα κατάσταση η πολυμελής σύνθεση είναι μια πολυτέλεια που επιβαρύνει το συνολικό έργο αντί να το προάγει. Η προτίμηση στις μονομελείς συνθέσεις συνέχεται με την αναβάθμιση της δυνατότητας του δικαστηρίου σε υποχρέωση να επιχειρήσει συμβιβαστική λύση της διαφοράς, με ενέργειες που απαιτούν ευελιξία, την οποία μια πολυμελής σύνθεση, εκ των πραγμάτων, δεν διαθέτει. Η συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς με τη συμμετοχή του δικαστή φαντάζει σήμερα ως η μόνη λύση για ουσιαστική, με ορθή κρίση και ταυτόχρονα ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, και η επιλογή των μονομελών συνθέσεων στοχεύει στην ενίσχυσή της. Στη συνέχεια, σε ό,τι αφορά την υλική αρμοδιότητα, έχουμε δύο νομοτεχνικές βελτιώσεις, δηλαδή με το άρθρο 9 του Κώδικα ορίζεται ότι, όταν σωρεύονται στην αγωγή κύριο και επικουρικό αίτημα, η υλική αρμοδιότητα του δικαστηρίου προσδιορίζεται από το κατ΄ αξίαν ανώτερο αίτημα της αγωγής, είτε είναι το κύριο αίτημα είτε είναι το επικουρικό, ενώ με τη δεύτερη απαλείφεται η περίπτωση του αριθμού 10 στο άρθρο 16, η οποία θα έπρεπε να είχε ήδη απαλειφθεί, όταν με το Ν. 2145/1993, όλες οι διαφορές οικογενειακού δικαίου μεταφέρθηκαν στο άρθρο 17 αριθ. 1 του Κώδικα, δηλαδή στις υποθέσεις που υπάγονται πάντοτε στην αρμοδιότητα του μονομελούς. Με το άρθρο 5 του νόμου αντικαθίσταται το άρθρο 35 και οι διαφορές από αξιόποινη πράξη γίνονται διαφορές από αδικοπραξία που μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο του τόπου «όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός ή επίκειται η επέλευσή του», ενώ το άρθρο 40Α που αφορούσε στις απαιτήσεις οποιασδήποτε μορφής για ζημίες που έχουν προκληθεί από αυτοκίνητο και οι οποίες μπορούσαν να εισαχθούν και στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου προκλήθηκε η ζημία, καταργήθηκε γιατί δεν είχε πλέον λόγο ύπαρξης. Η διάταξη διατηρεί το χαρακτήρα της δωσιδικίας ως συντρέχουσας και αποσυνδέει την αδικοπραξία από τον αξιόποινο χαρακτήρα της ζημιογόνου πράξης. Η νέα ρύθμιση μεταφέρει αυτούσια στο εσωτερικό δίκαιο τη ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 5 σημείωση 3 του Κανονισμού, με την οποία θεμελιώνεται αρμοδιότητα του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός. Η δεύτερη περίπτωση, δηλαδή του τόπου όπου ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός, τέθηκε για να περιλάβει και αγωγές παραλείψεως με αίτημα την παρεμπόδιση της επικείμενης αδικοπραξίας. Ως προς τα ερμηνευτικά ζητήματα που τίθενται, αν ακολουθήσουμε την ερμηνεία της διάταξης του κανονισμού σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΚ, κρίσιμος θεωρείται τόσο ο τόπος που έλαβε χώρα το γεγονός που αποτέλεσε την αιτία της ζημίας, όσο και ο τόπος που επήλθε το επιζήμιο αποτέλεσμα. Περαιτέρω, ως τόπος που επήλθε το επιζήμιο αποτέλεσμα πρέπει να χαρακτηρισθεί ο τόπος όπου επήλθε η παράνομη επέμβαση στο προστατευτέο έννομο αγαθό, δηλαδή ο τόπος όπου εμφανίστηκε η πρώτη σοβαρή υλική εκδήλωση της ζημίας, η άμεση αρχική ζημία του ενάγοντος και όχι η απώτερη ή έμμεση ζημία του ή ο τόπος όπου έγιναν αισθητά τα αποτελέσματά της, με τη λογική ότι αυτός είναι ο τόπος όπου μπορεί να συλλεχθεί ευχερέστερα το αποδεικτικό υλικό, ενώ παράλληλα περιορίζεται η δωσιδικία της αδικοπραξίας σε ένα μόνο τόπο και δεν διασπείρεται σε πολλούς, για λόγους προστασίας του εναγομένου. Θα πρέπει εδώ η ερμηνεία να είναι συσταλτική και να καταβάλλεται προσπάθεια ώστε να εξευρεθεί ο τόπος όπου επήλθε η πρωταρχική ζημία. Σε ό,τι αφορά τις αδικοπραξίες που είναι ταυτόχρονα και ποινικώς κολάσιμες πράξεις, ο νομοθέτης, επιθυμώντας να μη περιστείλει τη δωσιδικία του αδικήματος όπως τη γνωρίζαμε και την εφαρμόζαμε, αναφέρει στην εισηγητική έκθεση ότι η διάταξη πρέπει να ερμηνευτεί με παραπομπή στον τόπο τέλεσης της αξιόποινης πράξης σύμφωνα με το άρθρο 16 του ΠΚ. Αυτό σημαίνει ότι θα εξακολουθεί να είναι αρμόδιο το δικαστήριο όχι μόνο του τόπου όπου εξαντλήθηκε η ενέργεια του δράστη, αλλά, αν πρόκειται για αδίκημα που τελείται με μερικότερες πράξεις, και του τόπου που τελέστηκε καθεμία από αυτές, όταν αυτός διαφέρει από τον τόπο όπου επήλθε το αποτέλεσμα και εκδηλώθηκε η ζημία και, στην περίπτωση της απόπειρας, και του τόπου όπου, κατά την πρόθεση του υπαιτίου, έπρεπε να επέλθει το αξιόποινο αποτέλεσμα. Συνεπώς, εδώ θα ερμηνεύσουμε διασταλτικά τη γραμματική διατύπωση της διάταξης και θα θεωρήσουμε αρμόδιο τόσο το δικαστήριο του τόπου όπου ενήργησε ο δράστης όσο και του δικαστήριο του τόπου όπου επιθυμούσε να επέλθει το αποτέλεσμα. Με το άρθρο 6 προστίθεται στον Κώδικα το άρθρο 39Α για την ειδική δωσιδικία των διατροφών κι έτσι οι αξιώσεις διατροφής μπορούν να εισαχθούν και στο δικαστήριο του τόπου όπου έχει την κατοικία του ή τη διαμονή του ο δικαιούχος της διατροφής. Η ρύθμιση είναι σύμφωνη με το άρθρο 5 σημείο 2 του Κανονισμού και επικυρώνει ταυτόχρονα τη νομολογιακή λύση που είχε δοθεί με το προϊσχύον δίκαιο, όπου αρμόδιο κρινόταν και το δικαστήριο του τόπου εκπλήρωσης της παροχής, που ταυτιζόταν με τον τόπο κατοικίας ή διαμονής του δικαιούχου. Με το άρθρο 7 του νόμου αντικαθίσταται το άρθρο 96 του Κώδικα και απλοποιείται ο τρόπος παροχής της πληρεξουσιότητας. Η συμβολαιογραφική πράξη ή δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση απαιτείται μόνο για τη διαδικασία στον Άρειο Πάγο και για την ειδική πληρεξουσιότητα του άρθρου 98 του Κώδικα. Η γενική πληρεξουσιότητα παρέχεται και με ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον η υπογραφή αυτού που την παρέχει βεβαιώνεται από δημόσια, δημοτική ή άλλη αρμόδια αρχή ή από δικηγόρο. Καθιερώνεται έτσι μια πρακτική που εξυπηρετεί τον διάδικο και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, όμως, εάν η πληρεξουσιότητα αμφισβητηθεί από τον αντίδικο του εξουσιοδοτούντος και υποβληθεί η σχετική ένσταση, είναι ενδεχόμενο να γεννηθεί μία επιπλέον διαγνωστική διαδικασία μέσα στην κυρίως δίκη για την εξακρίβωση της πληρεξουσιότητας, με τη συνακόλουθη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης. Σημαντική αλλαγή επιφέρει ο νόμος καταργώντας την υποχρεωτική εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς, η δυνατότητα ωστόσο του συμβιβασμού διατηρείται, με τη νέα ρύθμιση ενισχυμένη, αφού ο συμβιβασμός είναι δυνατός σε όλη τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, ακόμη και όταν αυτή αναβιώνει με την άσκηση έφεσης (μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ακόμη και χωρίς να υφίσταται στάση της δίκης, όχι μόνο στο πολυμελές, αλλά σε κάθε δικαστήριο, που δικάζει εφαρμόζοντας τακτική ή ειδική διαδικασία. Περιλαμβάνεται έτσι στη ρύθμιση της διάταξης ένας μεγάλος αριθμός από υποθέσεις δεκτικές συμβιβασμού, που είχαν εξαιρεθεί επειδή υπάγονταν στην αρμοδιότητα του ειρηνοδικείου και του μονομελούς πρωτοδικείου. Η νέα διάταξη δεν αναφέρει ότι η συμφωνία περιορίζεται στα όρια της ένδικης διαφοράς. Το εδάφιο απαλείφθηκε σκόπιμα, ώστε ένας όρος ή ένα αντάλλαγμα, που δεν αναφέρεται μεν στο ιστορικό της αγωγής, αλλά γίνεται εκ των πραγμάτων αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαδίκων και εξελίσσεται σε προϋπόθεση για την επίτευξη της συμφωνίας, να περιλαμβάνεται στο πρακτικό νόμιμα και να συνιστά περιεχόμενο του συμβιβασμού. Η λύση αυτή συνάδει με όσα γίνεται δεκτό ότι ισχύουν για το περιεχόμενο του δικαστικού συμβιβασμού, έτσι ώστε όταν μία μη περιεχόμενη στην αγωγή έννομη σχέση ρυθμίζεται και αφομοιώνεται σε μία ενιαία και αδιαίρετη σύμβαση με την αποτελούσα το αντικείμενο της δίκης έννομη σχέση, απολαμβάνει και αυτή τα προνόμια του δικαστικού συμβιβασμού και δεν συνιστά, πλέον, εξώδικο συμβιβασμό. Η διαδικασία επικύρωσης του πρακτικού δεν αλλάζει με τη νέα διάταξη και με αυτήν επέρχεται η κατάργηση της δίκης. Απαλείφθηκε το εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, αν η επικυρούμενη συμφωνία καλύπτει μέρος της διαφοράς, η κατάργηση της δίκης επέρχεται μόνο κατά τούτο και δεν προβλέπεται ειδική διαδικασία για την αναγνώριση της ακυρότητας ή για την ακύρωση της δήλωσης βούλησης που περιέχεται στο πρακτικό συμβιβασμού. Σε αμφότερα τα ζητήματα ισχύουν, πλέον, όσα ισχύουν για το δικαστικό συμβιβασμό και η δίκη καταργείται μόνο κατά το μέρος που καλύπτεται από τη συμφωνία, ενώ για την αναγνώριση των ουσιαστικών ελαττωμάτων που προκαλούν την ακυρότητά της και για το λόγο αυτό εμποδίζουν την κατάργηση της δίκης, θα πρέπει να τηρηθεί η διαδικασία που τηρείται για την ακυρότητα του δικαστικού συμβιβασμού. Η διάταξη αυτή κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική και σε συνδυασμό με την αναβάθμιση του συμβιβασμού, που επιχειρείται με πρωτοβουλία του δικαστηρίου, μπορεί να διασώσει την οικονομία της δίκης, προς όφελος των διαδίκων και των συντελεστών της. Αμφότερες οι ρυθμίσεις χαρακτηρίζονται από αρτιότητα και λειτουργικότητα, θα ήταν κρίμα να αφεθούν να καταλήξουν γράμμα κενό. Όμως, για τη στρεβλά διαμορφωμένη δικονομική συνείδησή μας ο «συμβιβασμός» είναι λέξη σπάνια και έννοια αμελητέα, ενώ για άλλες δικαιϊκές τάξεις είναι το εργαλείο με το οποίο περατώνεται η δίκη σε ποσοστό τουλάχιστον 40%. Μια τέτοια απαξίωση φαντάζει εντελώς παράλογη, όταν επί μία και πλέον εικοσαετία προσαρμοζόμαστε σε επανειλημμένες τροποποιήσεις της δικονομίας με μοναδικό αλλά και ανέφικτο στόχο την επιτάχυνση της δίκης.
Στα πλεονεκτήματα του νόμου είναι η ηπιότητα και η προσοχή με την οποία επιχειρήθηκαν οι τροποποιήσεις στον Κώδικα, όμως, όπως έγραφε και ο Ματθίας, η επιτυχία των νέων ρυθμίσεων εξαρτάται από τη στάση των εφαρμοστών, δικαστών και δικηγόρων. Ό,τι και αν συμβαίνει γύρω μας, η προσωπική μας συμβολή στη διαχείριση της δίκης παραμένει η πιο σημαντική.

Ακολουθήστε μας στο Twitter Ακολουθήστε μας στο Facebook Ακολουθήστε μας στο LinkedIn

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved