Ο νέος νόμος για το ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος - (Ν. 3691/2008)

Πολυχρόνης Παν. Τσιρίδης
Δ.Ν., Δικηγόρος

Δυστυχώς και ο νέος Νόμος 3691/2008, αντί να επιλύσει τα υπάρξαντα προβλήματα που είχαν αναδειχθεί στη θεωρία και νομολογία, προσέφυγε στην εύκολη λύση της άκριτης αφομοίωσης και μεταφοράς των ρυθμίσεων της 3ης Οδηγίας, χωρίς να ελέγξει και ενσωματώσει αυτές, κατά τρόπο συνεπή με το νομικό μας σύστημα και τις ισχύουσες συνταγματικές αρχές. Εάν δε, προς αυτό το δεδομένο, συσχετισθεί και η δουλική αντιγραφή των ευρωπαϊκών νομικών κανόνων, χωρίς την αναγκαία επεξεργασία και ενσωμάτωσή τους στη νομική δογματική μας, που εμφανώς χαρακτηρίζει και τον Ν. 3691/2008, τότε το φαινόμενο από ανησυχητικό γίνεται και επικίνδυνο για το μέλλον του ποινικού μας δόγματος και κυρίως της ίδιας της νομιμοποιήσεως του ποινικού μας συστήματος.
Δεν γνωρίζω σε ποιο βαθμό ενέχεται γι' αυτές τις επαχθείς μεταβολές της νομοθεσίας μας το γεγονός ότι η Χώρα μας αξιολογήθηκε από τη FATF και τέθηκε σε καθεστώς παρακολούθησης (follow up procedure), όπως άλλωστε όλες οι εξεταζόμενες χώρες, καθώς επίσης και το γεγονός ότι, στο πλαίσιο αυτής της αξιολόγησης, υπέβαλε η Χώρα μας Σχέδια Δράσης τον Οκτώβριο 2007, Φεβρουάριο 2008 και Ιούνιο 2008, δηλαδή κατά την κρίσιμη νομοπαρασκευαστική διαδικασία. Όμως, θεωρώ ιδιαίτερα ενοχλητική την αναφορά στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 3691/2008, προκειμένου να δικαιολογηθούν πρόσθετα επαχθή μέτρα, την υπόδειξη της FATF και επισήμανση των «αδυναμιών» μας που υπάρχουν στο νομοθετικό, κανονιστικό, λειτουργικό, αστυνομικό και δικαστικό επίπεδο.
Ειδικότερα, εξακολουθεί η εισαγωγή ρυθμίσεων άρσης προστατευτικών για τον κατηγορούμενο εγγυήσεων, περιστολής δικονομικών δικαιωμάτων, έκθεσης σε αρχές, με υπερεξουσίες, χωρίς να υπάρχουν τα εχέγγυα και η προστασία που διασφαλίζουν οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές και γενικώς εισήχθη ένα τεράστιο πλέγμα νέων διοικητικών ρυθμίσεων, ώστε ο κάθε πολίτης να είναι έκθετος στο να ελεγθεί από διάφορες αρχές, χωρίς να έχει την αντίστοιχη προστασία.
Και η νέα νομοθεσία εξακολουθεί να έχει τα χαρακτηριστικά των προηγούμενων νομοθετημάτων, προκαλώντας ερμηνευτικές δυσχέρειες, επιτείνοντας τις ήδη υπάρχουσες, δημιουργώντας σειρά ολόκληρη ζητημάτων διαχρονικού δικαίου. Ορισμένες νέες διατάξεις ευρίσκονται σε αντίθεση με μείζονες δικαιϊκές αρχές και προσκρούουν σε θεμελιώδεις διατάξεις αυξημένης τυπικής ισχύος, πάσχουν από ασάφεια στη διατύπωση, από δογματικές ασυνέπειες και αξιολογικές αντινομίες.
Κατά την άποψή μου, η επιβολή στους Συμβολαιογράφους, αλλά ιδίως στους Δικηγόρους των υποχρεώσεων προς αναφορά υπόπτων συναλλαγών και συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές, για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, είναι αντίθετη με την ΕΣΔΑ, το Σύνταγμα, αλλά και τη Νομολογία του ΔΕΚ και του ΕυρΔΔΑ. Προσβάλλουν θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών, τα οποία είναι απόλυτα και απαραβίαστα, αναιρούν την εγγύηση της δίκαιης δίκης, την ελεύθερη και ακώλυτη πρόσβαση του πολίτη σε νομική πληροφόρηση, το δικαίωμα του πολίτη να επιλέξει τον συνήγορό του και την αντίστοιχη υποχρέωση του δικηγόρου να παράσχει τις υπηρεσίες του, τηρώντας τη δεοντολογία και τις παραδόσεις του δικηγορικού σώματος. Κάθε έννοια καταγγελίας του πελάτη είναι ασύμβατη με την υποχρέωση αυτή και προσβάλλει τη λειτουργική ανεξαρτησία του δικηγόρου και το καθήκον επαγγελματικής εχεμύθειας.
Με τις ως άνω πρωτοφανείς και απίστευτες ρυθμίσεις, ακυρώνεται ο θεσμικός ρόλος του Δικηγόρου καθώς και οι παραδόσεις του δικηγορικού λειτουργήματος που θέλουν τον Δικηγόρο ως το καταφύγιο του κάθε πολίτη.
Οι ρυθμίσεις αυτές κλονίζουν συστατικά στοιχεία του δικαιϊκού συστήματος και επιφέρουν βαρύ πλήγμα στο φιλελεύθερο δικαιοκρατικό κεκτημένο. Δίνεται η εντύπωση ότι δεν συνειδητοποιήθηκαν οι πρακτικές συνέπειες ενεργοποίησης αυτού του νομικού οπλοστασίου στην ελληνική πραγματικότητα. Κανείς δεν μπορεί με ασφάλεια να προβλέψει τις εφιαλτικές συνέπειες και επιπτώσεις που μπορεί να υπάρξουν από μια ενδεχόμενη σκληρή και άκαμπτη εφαρμογή μιας τέτοιας νομοθεσίας.
Μάλιστα, δίνουν την εντύπωση ότι η Οδηγία αποτέλεσε μάλλον το «άλλοθι», με πρόσχημα την προστασία της κοινωνίας από μορφές βαριάς εγκληματικότητας, για την εισαγωγή δρακόντειων διατάξεων και κυρώσεων, πέραν εκείνων που είναι ανεκτές σε μια ελεύθερη και δημοκρατική ευνομούμενη Πολιτεία, παρά για κάλυψη υπαρκτών και αναγκαίων νομικών κενών.
Κραυγαλέα περίπτωση αποτελεί η απαράδεκτη από κάθε άποψη και κατά παράβαση διατάξεων αυξημένης τυπικής ισχύος και δικαιϊκών αρχών επέκταση της υποχρέωσης αναφοράς των Δικηγόρων και Συμβολαιογράφων αδικημάτων νομιμοποίησης εσόδων που έχουν ήδη διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε η διάπραξή τους στο παρελθόν. Η ρύθμιση αυτή της Οδηγίας εισάγεται κατά παράβαση κάθε έννοιας καθήκοντος επαγγελματικής εχεμύθειας που ουδέποτε είχε καμφθεί για τετελεσμένες πράξεις, ακόμη και για τα ειδεχθέστερα εγκλήματα.
Είναι εμφανής η τάση της βαθμιαίας και συνεχούς αναίρεσης του θεσμικού ρόλου του Δικηγόρου και η αντιμετώπισή του ως απλού επαγγελματία και υπόπτου για παροχή συμβουλών στη διάπραξη πράξεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Δυστυχώς, η κατάσταση επιδεινώνεται με την 3η Οδηγία, ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζεται η άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος - λειτουργήματος και φοβούμαι ότι οι έχοντες τη νομοθετική πρωτοβουλία στον χώρο της ΕΕ θα εξακολουθήσουν να επιφυλάσσουν και άλλες εκπλήξεις στο μέλλον, θεωρώντας τον δικηγόρο εμπόδιο στην προώθηση πολιτικών που εξυπηρετούν τους σκοπούς της.
Τίποτε πλέον δεν μπορεί να μας ξαφνιάσει. Φοβούμαι ότι όλες αυτές οι νομοθετικές πρωτοβουλίες, αλλά και όσες θα ακολουθήσουν, προσβάλλουν και υποβαθμίζουν τον θεσμικό ρόλο του δικηγόρου, θίγουν τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών, τις δικαιοκρατικές αρχές και, τελικά, τον πολλαπλώς δοκιμαζόμενο νομικό μας πολιτισμό.
Ακολουθήστε μας στο Twitter Ακολουθήστε μας στο Facebook Ακολουθήστε μας στο LinkedIn

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved