Η «συναίνεση του ενημερωμένου ασθενούς» κατά το νέο Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005) και η αστική ιατρική ευθύνη

Κατερίνα Φουντεδάκη
Επίκουρη Καθηγήτρια Αστικού Δικαίου, Τμήματος Νομικής Α.Π.Θ.

   H υποχρέωση του γιατρού να μη διενεργεί ιατρικές πράξεις χωρίς τη συναίνεση του ασθενούς, καθώς και η υποχρέωσή του να παρέχει στον ασθενή πληροφορίες αφενός για τη γενική κατάσταση της υγείας του, αφετέρου για τη φύση, το σκοπό και τους κινδύνους επικείμενης ιατρικής πράξης (υποχρέωση ενημέρωσης του ασθενούς) αποτυπώνονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική (Σύμβαση του Οβιέδο, 1997), που ισχύει στην Ελλάδα υπερισχύοντας του κοινού δικαίου (ν. 2619/1998), στα άρθρα 5-10. Για τους νοσοκομειακούς ασθενείς προϋπήρχε το άρθρο 47 ν. 2071/1992. Πρόσφατα, ο νέος Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005, στο εξής ΚΙΔ) επανέλαβε τις προαναφερόμενες ρυθμίσεις της Σύμβασης του Οβιέδο και ρύθμισε διεξοδικότερα τα θέματα της συναίνεσης και της ενημέρωσης του ασθενούς, στα άρθρα 11 (για την ενημέρωση) και 12 (για τη συναίνεση). Πάντως, και χωρίς αυτές τις ειδικές ρυθμίσεις, η «συναίνεση του ενημερωμένου ασθενούς» βρίσκει και συνταγματική θεμελίωση, στα άρθρα 5 § 1, 2 § 1 και 9 § 1 Σ.

   Η συναίνεση του ασθενούς είναι στοιχείο με μεγάλη σημασία για την αστική ιατρική ευθύνη. Η ιατρική πράξη που διενεργείται χωρίς την έγκυρη συναίνεση του ασθενούς, ακόμη και αν εκτελείται σύμφωνα με όλους τους κανόνες της ιατρικής, παραβιάζει τις διατάξεις του νόμου που προαναφέρθηκαν, καθώς και την τυχόν υπάρχουσα σύμβαση μεταξύ γιατρού και ασθενούς. Επιπλέον, συνιστά και παράνομη προσβολή της προσωπικότητας (ΑΚ 57), στην ειδικότερη έκφανσή της, που είναι το δικαίωμα κάθε προσώπου να αυτοκαθορίζεται σε σχέση με το σώμα και την υγεία του. Στο ελληνικό δίκαιο κυριαρχεί η άποψη, ότι κάθε ιατρική πράξη που επενεργεί στο σώμα ή στην υγεία συνιστά παράνομη σωματική βλάβη του ασθενούς, της οποίας ο παράνομος χαρακτήρας αίρεται με τη συναίνεση του τελευταίου. Σύμφωνα με άλλη, πειστικότερη άποψη, η θεραπευτική ιατρική πράξη είναι καθεαυτή μια νόμιμη πράξη (δηλαδή δεν συνιστά παράνομη σωματική βλάβη), η οποία όμως καθίσταται παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του ασθενούς, αν διενεργείται χωρίς τη συναίνεσή του. Ανεξάρτητα, πάντως, από αυτή τη διάσταση απόψεων, είναι ορθότερο να γίνει δεκτό ότι ο ασθενής έχει αξίωση αποκατάστασης της ζημίας από κάθε βλάβη στο σώμα και στην υγεία του, που συνδέεται αιτιωδώς με την αυθαίρετη ιατρική πράξη, χωρίς να έχει νομική σημασία το γεγονός ότι η πράξη αυτή εκτελέστηκε σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής ( de lege artis). Η παρανομία της πράξης έγκειται στη διενέργειά της χωρίς την απαιτούμενη συναίνεση του ασθενούς και όχι στην ύπαρξη ιατρικού σφάλματος. Από την άλλη πλευρά, ο ασθενής είναι αυτός που βαρύνεται με την απόδειξη της έλλειψης έγκυρης συναίνεσης ή επαρκούς ενημέρωσης, όπως και του ισχυρισμού ότι, αν είχε ενημερωθεί επαρκώς, δεν θα είχε υποβληθεί στην ιατρική πράξη που επέφερε τη ζημία.

   Είναι ευνόητο ότι δεν είναι όλα τα πρόσωπα ικανά να συναινούν αυτοπροσώπως σε ιατρικές πράξεις. Το άρθρο 12 § 2 ΚΙΔ αναφέρει ότι προϋπόθεση της έγκυρης συναίνεσης του ασθενούς είναι ο τελευταίος να έχει ικανότητα για συναίνεση. Με τις επόμενες ρυθμίσεις ο ΚΙΔ φαίνεται ότι επιλέγει τη σύνδεση της ικανότητας για συναίνεση με την ικανότητα για δικαιοπραξία, δηλαδή θεωρεί ότι δεν έχουν ικανότητα για συναίνεση οι ανήλικοι και οι πάσχοντες από ψυχική ή διανοητική διαταραχή. Σε σχέση με τους ανηλίκους, η διατύπωση του άρθρου 12 § 2 β)αα ΚΙΔ ότι «η συναίνεση δίδεται από αυτούς που ασκούν τη γονική μέριμνα ή έχουν την επιμέλειά του» δημιουργεί αμφισβήτηση, στις περιπτώσεις όπου ένας γονέας ασκεί μέρος της γονικής μέριμνας, χωρίς όμως να έχει και την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου. Εξάλλου, ο νόμος περιορίζει τον ανήλικο, σε κάθε περίπτωση στην έκφραση της γνώμης του, χωρίς καμιά διαβάθμιση, ανάλογα με τη σοβαρότητα ή με τον ιδιάζοντα προσωπικό χαρακτήρα της πράξης.

   Το άρθρο 12 § 2 β)ββ ΚΙΔ αναφέρεται σε άλλα πρόσωπα, εκτός των ανηλίκων, που δεν έχουν την ικανότητα να συναινέσουν αυτοπροσώπως σε ιατρικές πράξεις, προφανώς λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή άλλης ασθένειας. Η διάταξη δημιουργεί επιφυλάξεις ιδίως στο σημείο που ορίζει ότι αν για το ανίκανο πρόσωπο δεν έχει οριστεί δικαστικός συμπαραστάτης, η συναίνεση δηλώνεται από τους «οικείους» του, με δεδομένο ότι η έννοια του «οικείου» στο άρθρο 1 § 4 ΚΙΔ ορίζεται με παράδοξη ευρύτητα, καθώς και ότι δεν υπάρχει διαβάθμιση μεταξύ των οικείων ή πρόβλεψη για τη διαφωνία τους. Επίσης ο ΚΙΔ δεν αναφέρεται ρητά στην περίπτωση όπου ο καταρχήν δικαιοπρακτικά ικανός ασθενής βρίσκεται σε πρόσκαιρη αδυναμία να συναινέσει (λ.χ. δεν έχει τις αισθήσεις του). Εδώ ορθότερο είναι να γίνει η ακόλουθη διάκριση: αν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 12 § 3 α ΚΙΔ, δηλαδή υπάρχει άμεση, απόλυτη και κατεπείγουσα ανάγκη ιατρικής φροντίδας, χωρίς να υπάρχει ο χρόνος για να ληφθεί η κατάλληλη συναίνεση, ο γιατρός μπορεί να προβεί στην ιατρική πράξη χωρίς συναίνεση. Αν όμως πρόκειται για ιατρική πράξη χωρίς επείγοντα χαρακτήρα, η προστασία της προσωπικότητας του ασθενούς επιβάλλει την αναβολή της ιατρικής πράξης, ωσότου ο ασθενής ανακτήσει τη δυνατότητα να ενημερωθεί και να συναινέσει αυτοπροσώπως. Τέλος, αν ο ασθενής διαθέτει την ικανότητα και την αντικειμενική δυνατότητα να συναινέσει αυτοπροσώπως, και αρνείται τη συναίνεσή του, ο γιατρός δεν μπορεί να παρακάμψει τη βούλησή του και να προχωρήσει στην ιατρική πράξη, ακόμη και αν η τελευταία είναι αναγκαία για την προστασία της υγείας ή ακόμη και της ζωής του ασθενούς. Όταν τρίτο πρόσωπο είναι κατά το νόμο αρμόδιο να συναινέσει αντί για τον (ανίκανο για συναίνεση) ασθενή, το άρθρο 12 § 3 γ ΚΙΔ ορίζει ότι η συναίνεση αυτή δεν απαιτείται και ο γιατρός μπορεί να προχωρήσει στην ιατρική πράξη, εφόσον «υπάρχει ανάγκη άμεσης παρέμβασης, προκειμένου να αποτραπεί κίνδυνος για τη ζωή ή την υγεία του ασθενή».

   Το κύρος της συναίνεσης προϋποθέτει ότι αυτή δεν είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη ή προϊόν πλάνης, απάτης ή απειλής (άρθρο 12 § 2 γ ΚΙΔ). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 12 § 2 α ΚΙΔ, προϋπόθεση της έγκυρης συναίνεσης του ασθενούς είναι και «να παρέχεται μετά από πλήρη, σαφή και κατανοητή ενημέρωση» σύμφωνα με το άρθρο 11 ΚΙΔ. Το άρθρο 11 § 1 ΚΙΔ αναφέρεται ουσιαστικά σε δύο είδη ενημέρωσης, αφενός στη γενική πληροφόρηση του ασθενούς για την κατάσταση της υγείας του, αφετέρου στην ενημέρωσή του σχετικά με το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της προτεινόμενης ιατρικής πράξης, τους ενδεχόμενους κινδύνους ή επιπλοκές από την εκτέλεσή της, τις εναλλακτικές προτάσεις, καθώς και τον πιθανό χρόνο αποκατάστασης. Η ενημέρωση ως προϋπόθεση της συναίνεσης του ασθενούς σε συγκεκριμένη ιατρική πράξη έχει βαρύνουσα σημασία, αφού η παράλειψή της ή η παροχή ελλιπούς ενημέρωσης συνεπάγεται το ανίσχυρο της συναίνεσης, με όλα τα επακόλουθα για την αστική ευθύνη του γιατρού που προαναφέρθηκαν. Η ratio της καθιέρωσης μιας τέτοιας υποχρέωσης ενημέρωσης ανάγεται στην προστασία της προσωπικότητας του ασθενούς, που επιβάλλει ο ασθενής να αποφασίζει ο ίδιος σχετικά με το σώμα και την υγεία του. Μια τέτοια απόφαση, όμως, προϋποθέτει ότι ο ασθενής έχει στη διάθεσή του τις πληροφορίες και τα στοιχεία που του επιτρέπουν να σχηματίσει μια ολοκληρωμένη άποψη και, σταθμίζοντας τους κινδύνους από την ιατρική πράξη και από την παράλειψή της με το προσδοκώμενο από την πράξη όφελος, να αποφασίσει (« informed consent», « consentement libre et é clairé», διεθνώς χρησιμοποιούμενοι όροι, τους οποίους ορθά αποδίδει ο ΚΙΔ ως «συναίνεση του ενημερωμένου ασθενούς», αντί για τους επίσης χρησιμοποιούμενους, αλλά όχι επιτυχείς γλωσσικά, όρους «ενημερωμένη» ή «εν επιγνώσει» συναίνεση).



* Περίληψη εισήγησης σε εκδήλωση του Ομίλου Μελέτης Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής, με θέμα «Ο νέος Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας (ν. 3418/2005)».


Ακολουθήστε μας στο Twitter Ακολουθήστε μας στο Facebook Ακολουθήστε μας στο LinkedIn

Copyright© 2006-2014 - Νομικά χρονικά - All Rights Reserved